United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έσκυψ' ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη Κ' εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα. Έβραζε μέσα του η καρδιά, και στα ματόκλαδά του Καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ' ένα δάκρυ... Χαρά ’ς το χόρτο πώλαχε να πιη σε τέτοια βρύση! Πλαγιάζει ο λειονταρόψυχος! Τα νειώτα, τη θωριά του Τ' αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφίνουν Κρυφά το θόλο τ' ουρανού για να διαβούν σιμά του.

Πότε γλυκοκυττάζει Ψηλά τ' αστέρια τ' ουρανού, πότε κατά το ρέμμα, Που μέσ' 'ς το φως του φεγγαριού σαν νάν' ασήμι αστράφτει, Κ' εις κάθε φύλλο από δεντρί και χόρτο που κουνιέται Γυρίζει το τουφέκι του, στηλώνη τη ματιά του ..... Κι' ουδ' ένα 'λάφι εφάνηκε, ουδέ κάν' άλλο αγρίμι, Απ' τη σπηληά π' ανοίγεται παρέκει από το ρέμμα, Ξανθαίς Νεράιδες και Ξωθιαίς αυτήν την ώρα βγαίνουν.

Και το ήφερνε από στράτα, Και βουνά γγρεμούς γιομάτα, Δίχως χόρτο, ή πρασινάδα, 465 Ή νερού καθόλου ικμάδα· Πουθενά βοσκή δε βρίσκουν· Όλη μέρα άδια μνήσκουν· Και σαν πήρε το σκοτάδι, Νηστικά απερνάν το βράδυ. 470 Το πουρνό καθώς χαράζει, Οχ την πείνα, που τα βιάζει, Ψίχα αγκάθι παν τζιμπόντας Το ταξίδι ακολουθόντας.

Έτσι έχε λίγο απομονή το τι θα πω ν' ακούσεις. 220 Πάντα οι αθρώποι γλήγορα τον πόλεμο μπουχτίζουν, που το δρεπάνι του σωρό στρώνει το χόρτο χάμου, μα ο θέρος τίποτα, όταν πια τη ζυγαριά του ο Δίας τη γύρει πούναι μοιραστής στημένος των πολέμων.

Πυκνό πυκνό κι' ολόμαυρο μελισσολόι πετιέται Μέσ' από βράχους και κρινιά, μέσ' από ερμιές και κήπους, Και τάνθη της βοσκολογά και πέρνει τον αχνό τους, Και διαλαλάει μ' ένα βοητό τον αναγαλιασμό του. Αναταράζονται η ερμιές, αχολογούν τ' αμπέλια, Λες κι' από κάθε πέτρα ορθή, λες κι' από κάθε βάτον Οπού στο χόρτο σέρνεται, κόρης κορμί φυτρώνει.

Ήτο τώρα η σειρά της Μηλιάς και έτρεμεν όλη, βλέποντας πόσον αγριωμένος ήταν ο βασιληάς. Της εκελάδησεν όμως πάλιν το αηδόνι κάτι που της έδωκε θάρρος. Ολονών τα μάτια ήτανε καρφωμένα απάνω της και η σιωπή τόσο τέλεια, που θ' άκουε κανένας μύγαν να πετά ή χόρτο να φυτρώνη. Η Μηλιά έδωκε τότε διαταγή ν' ανοίξουν τα είκοσι παράθυρα της σάλλας.

Έπειτα κατά σας εγύρισε κι' όταν σας εκοινώνησε, μ' ένα στεφάνι από ανθούς ροδιάς σας στόλισε. Και μέσα στα χαλάσματα της κατακόμβης της σκοτεινής, η προσευχή τρεμουλιαστή των πιστών αντηχούσε, λες κοπάδι προβάτων χόρτο καινούργιο εβοσκούσε: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς. . .» Η ψυχή μου έχει χυθεί και σκορπιστεί σαν το νερό! Πώς θα σε χάσω; Να τ' αποφασίσω δεν μπορώ. . .

Τα χωριά ερήμαξαν· οι κάτοικοι εσφιχτομανταλώθηκαν μέσα· τα ζωντανά δεν έτρωγαν το χόρτο τους· Τ' αγρίμια περίφοβα εκλείσθηκαν στις μονιές τους· άδειασαν τα βουκολιά και τα βαλμαδιά· και τα γιδοπρόβατα του Σαρίγκαλου, του πλούσιου αρχιτσέλιγκα του Καβομαλιά εσυνεπήραν τα μαντριά κ' εγκρεμοτσακίσθηκαν στη θάλασσα. Ο γέροντας επήγε να σκάση από τον θυμό του.

Η λύπη η δική μου μοιάζει με τη λίμνη που κοιμάται μέσα στο βουνό, μακριά, στη μοναξιά, παραιτημένη, που άνεμοι κι ανεμοζάλες δεν την κοιλούνε. Μήτε χόρτο μήτε λουλούδι στην άκρη της δε φυτρώνει· γύρω γύρω, σα στεφάνι, ίσια με την κορφή του βουνού, βγήκαν τα κυπαρίσσια και σκεπάζουν τον ουρανό. Είναι η λίμνη ατάραχη και κρύα· είναι μάβρη η θωριά της.

Και από ‘να μονοπάτι, Που γνωρίζει αυτή μονάτη, Τα μεσάνυχτα απογάλι Στα λιβάδια φτάνουν πάλι. 490 Τ' αλογόπλο εκεί κοντά του Να ιδή ανεπάντεχά του Λίγο χόρτο, δεν κρατιέται, 'Σ ταύτο απάνω ευτύς πετιέται· Ω, τι σπάνια, λέει, γλυκάδα, 495 Χλωρασιά και τρυφεράδα, Πώχει τούτη για η χλόη! Και με όρεξι την τρώει·