Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Εσουράβλισαν στο στόμα, στα ρουθούνια του μ' έναν αχνό, που θάλεγες κι αλαφροκάπνιζε του Λιάρου η παιδιακή ψυχή. Τέντωσε τα πόδια του δεμένα ακόμα. Ανακόρδισε τάψυχό του κορμί. Ελαχτάρισε μια, κ' έμεινε μάρμαρο στον τόπο του, απ το κεφάλι ως την ουρά. Ο μακελάρης τόρα μόλις ανάσυρε και χέρι και μαχαίρι, από το λάρυγγα το σπαραγμένον του νεκρού.

Η μάννα ξανατύλιξε το παιδί της, άφησε όξω τ' αχνό κεφαλάκι του με τ' ανοιχτά τα κίτρινα και σβυσμένα μάτια του. Οι ταχτικοί του φαρμακείου τόρα ξανάπιασαν την κουβέντα τους για τα πολιτικά του τόπου τους με περισσότερη ζωηρότη, τσουγκρίζοντας τα ποτηράκια, κουτσοπίνοντας τη μαστίχα τους. Σε λίγο η μάννα σηκώθηκε αναστενάζοντας, έσφιξε το παιδί της στην αγκαλιά της.

Πηδάω ευτύς από το ζώο και τρέχω προς τη δασκάλα, που ξαπλωμένη απάνου σε μια πλάκα, μες τη σούδα πούχε πέσει, δε μπορούσε να πάρη ανασασμό. Την πιάνω από τη μέση, την ανασηκώνω ορθή στα πόδια της, την ακουμπάω σ' ένα κοτρώνι, και την ραντίζω με τα χέρια μου νερό στο αχνό πρόσωπό της. Κι όσο ναρθή ο αγωγιάτης και να πάρουν κ' οι άλλοι είδηση, την συνέφερα εγώ.

Μου αρέσει εκεί να μένω ορθός και να θωρώ στο φως πλημμυρισμένο τον κάμπο το χλωρό. Τον ήλιο πώς σηκώνει σε αχνό την καταχνιά, τα δάση πώς χρυσώνει και φέγγει στα νερά. Πώς τα πουλιά λαλούνε φαιδρά, πώς καθετί, πώς όλα όσα πετούνε ή δένονται στη γη, φύλλα, φτερούγια, στήθια ανοίγουνε πλατιά για να χαρούνε πλήθια την πρωινή χαρά.

Μια μες στο φως λουσμένο, χαρούμενο, λαμπρό, μια απ τη βροχή δαρμένο, στην καταχνιά πνιχτό. Τα δάση το φουντώνουν, το σχίζουν τα νερά, εδώ σκεπές τρυπώνουν, εκεί χωριό γελά. Και σα σε αχνό κρυμμένη αντάρας ή καπνού, ολόμακρα χαμένη η άκρη τ' ουρανού. Στο παραθύρι, ως φέξη ο ήλιος το πρωί, ορμά η ψυχή να τρέξη θερμά να τον χαρή.

και προχωρούσε ολάρμενο κι αργό και σιγαλό κι ολόλευκο σαν την αυγή που ανέβαινε ολοένα και θέρμαινε και τη ζωή ξυπνούσε στο γιαλό, και τα κλειστά παράθυρα άνοιγαν ένα ένα. Καθόμαστε· σε κοίταξα, με κοίταξες αργά· το βλέμμα σου έφεγγε θαμπό σα σκοτεινό πετράδι. Μου φάνηκε πώς έτρεμε μη φύγη η αυγή γοργά και φτάση η μέρα σέρνοντας κοντά της το αχνό βράδυ.

Πηδάω ευτύς από το ζώο και τρέχω προς τη δασκάλα, που ξαπλωμένη απάνου σε μια πλάκα, μες τη σούδα πούχε πέσει, δε μπορούσε να πάρη ανασασμό. Την πιάνω από τη μέση την ανασηκώνω ορθή στα πόδια της, την ακουμπάω σ' ένα κοτρώνι, και την ραντίζω με τα χέρια μου νερό στο αχνό πρόσωπό της. Κ' όσο ναρθή ο αγωγιάτης και να πάρουν κ' οι άλλοι είδησι, την συνέφερα εγώ.

Πλην τέλος δεν εβάσταξα, Δεν 'μπόρεσα να πνίξω Το δάκρυ, που κατέβηκε Την κάτωχρη παρειά μου, Και λέγω: «Της μανούλας μου, » Σκιά! Σκιά γλυκειά μου! . . . . » Και πλέον δεν εμπόρεσα Το στόμα μου ν' ανοίξω. Μόνο τ' αχνό της πρόσωπο Ξανακυττάζω πάλι, Και βλέπω χαμογέλασε, 'Σάν το λαμπρό φεγγάρι, Κι' από το 'μάτι 'γλίστρησε, 'Σάν το μαργαριτάρι Το δάκρυ. Σκύφτει· με φιλεί Με πόνοτο κεφάλι.

Τα μάτια της έβλεπαν για πρώτη φορά το καλοπλασμένο κορμί με το αχνό σαν ελεφαντοκόκκαλο δέρμα του. Ο κρουσταλλένιος λαιμός με τις γαλάζιες φλέβες του, τα μεστωμένα στήθη κ' οι στρογγυλοί λαγόνες της, έφερναν στο νου της ίδια τη Φύση με τους πύρινους χυμούς της.

Την στιγμήν εκείνην του ήρχετο εις την μνήμην έν άσμα επτανησίου ποιητού, το οποίον έπαιξε τόσον μέρος το πάλαι εις όλους τους ρωμαντικούς έρωτας του καιρού εκείνου: «Ξύπνα γλυκεία μ' αγάπη...», κ' ενθυμείτο το δίστιχον: «Μόνον τ' αχνό φεγγάρι...», ως και το άλλο: Έχετε γεια, λαγκάδια, βρυσούλαις, κρύα νερά, γλυκειαίς αυγαίς, πουλάκια, για πάντα έχετε γεια!

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν