United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Φιλήματα απ' εδώ, αγκαλιάσματα απ' εκεί, αναγαλλιάσματα από τούτη τη μεριά, γέλοια από εκείνη, σταυρόνονταν κάθε στιγμή σ' εκείνο το χαρούμενο πανηγύρι, που εγώ είμουν αιτία και κέντρο. «Στην τιμημένη και ποθητή μας Πατρίδα, η Ξενιτειά τα συμπαθάει όλα. Ζήλιες, διαφορές, μαλώματα κι' έχτρες, τα λυόνει όλα η Ξενιτειά, σαν πως λυόνει η νοτιά το χιόνι.

Μια μες στο φως λουσμένο, χαρούμενο, λαμπρό, μια απ τη βροχή δαρμένο, στην καταχνιά πνιχτό. Τα δάση το φουντώνουν, το σχίζουν τα νερά, εδώ σκεπές τρυπώνουν, εκεί χωριό γελά. Και σα σε αχνό κρυμμένη αντάρας ή καπνού, ολόμακρα χαμένη η άκρη τ' ουρανού. Στο παραθύρι, ως φέξη ο ήλιος το πρωί, ορμά η ψυχή να τρέξη θερμά να τον χαρή.

Δεν πειράζει, έκανε ο Γιώργης, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στη γυναίκα του, που κοίτονταν κατάχαμα. Καλύτερα εδώ... Καλύτερα που με φέρατε εδώ... Ένα χαμόγελο, σα χαρούμενο και κακό μαζί, χάραξε στα χείλια του και γύρεψε ένα ποτήρι νερό. Στην ώρα έφτασε κι' ο γιατρός. Έσχισε τον κόσμο βιαστικός και πέρασε ως το κρέββάτι του λαβωμένου.

Κ' ύστερ' από αυτά χαμοκάθησαν κ' έτρωγαν· κ' έρχεται κοντά τους κατά τύχη ο Φιλητάς ο γελαδάρης, φέρνοντας μερικά στεφανάκια στον Πάνα και σταφύλια με τα φύλλα ακόμη και με τις κληματόβεργες. Τον ακολουθούσε κι ο μικρός του ο γιος ο Τίτυρος, ξανθό αγόρι και γαλανομμάτικο· χαρούμενο παιδί και θαρρετό και που πηδούσεν ανάλαφρα περπατώντας σαν κατσικάκι.

Δέφτερος τότες ναν τον φάει χοιμίζει ο Αχιλλέας, 595 μα ο Φοίβος δεν τον άφισε τη νίκη ν' απολάψει, τι τον Αγήνορα άρπαξε, και σκεπαστό μ' αντάρα όξω να πάει τον έστειλε χαρούμενο απ' τη μάχη. Κατόπι του Πηλιά το γιο αλάργεβε οχ το πλήθος μ' απάτη· τι όλος μιάζοντας ο προφυλάχτης Φοίβος 600 σαν το λεβέντη Αγήνορα, κινάει κι' ομπρός του τρέχει γοργά, κι' εκείνος χύθηκε ξοπίσω κυνηγώντας.

Τότε αρχινούνε τα φύλλα και πέφτουνε... Άκου, πριχού να φύγης, θέλω να σε δω. — Εγώ, όσον καιρό θάμαι στο χωριό, θάρχωμαι να σε θωρώ. — Και δε φοβάσαι τη μάνα σου; — Δε φοβούμαι κιανένα. Εγώ 'μαι 'δα μεγάλος και θα κάνω ό,τι θέλω. — Ήκουσα πως πας και στο κυνήγι, είπε σχεδόν χαρούμενο το Βαγγελιό. — Πάω, μα δε μαρέσει μπλειο. — Γιάειντα; — Δε μαρέσει. Κατέω κεγώ;

Μα άμα έφτασε κοντά, δεν είδε τίποτε από όσα περίμενε, παρά την προβατίνα να δίνη σαν άνθρωπος το μαστάρι της για να τρέχη μπόλικο το γάλα κ' ένα παιδί, χωρίς να κλαίη, να φέρνη λαίμαργα από το ένα μαστάρι στάλλο το στόμα, παστρικό και χαρούμενο, επειδή η προβατίνα του έγλυφε με τη γλώσσα το πρόσωπο, άμα χόρταινε.

Φαινότανε τόσο ανόρεχτος, ώστε η μαμά τον πήρε στην αγκαλιά της και τονέ χάδεψε και θύμωσε με τον ηλικιωμένον κύριο, που δεν ένοιωσε πως ο μικρός καθόταν εκεί λυπημένος γιατί ο κόσμος δε νιαζότανε πως ένα μικρό παιδάκι είναι χαρούμενο. Ο Σβεν δε μιλούσε άμα βγήκε στο δρόμο· έπειτα όμως είπε ψιθυριστά, σα να είχε φόβο μην τον ακούση κανείς: — Αυτός δεν είτανε βέβαια ευγενής κύριος.

Έτσι λοιπόν σα χώρισαν, γυρνάει στη μέση ο ένας των Αχαιών, κι' ο Έχτορας πήρε το δρόμο πίσω κατά των Τρώων τους σωρούς. Και χάρηκαν οι Τρώες άμα τον είδαν ζωντανό κι' ακέριο να ζυγώνει, γερό απ' του Αία την ορμή και τ' άπιαστα τα χέρια. Και στο καστρί τον πάγαιναν, δύσπιστοι αν ζούσε ακόμα. 310 Και πάλε αντίκρυ οι Δαναοί το παινεμένονε Αία τον πάγαιναν στου βασιλιά χαρούμενο της νίκης.

Είμαι βέβαιος που όταν ακούτε τέτοια λόγια, παίρνετε το σύστημα που πήρα και γω μ' όσους έρχουνται και με λεν που η γλώσσα μας θέλει διόρθωση ή που είναι πρόστυχη και βάρβαρη. Χαμογελώ μ' όση γλύκα μ' έδωσε ο Θεός, κάμνω το χαρούμενο, κουνώ χίλιες φορές το κεφάλι, το βάζω ίσια με κάτω κι όλο λέω· «Ναι! Ναι!