Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Προτού σηκωθή ο ήλιος, ο Βασιληάς καλπάζει όξω από την πόλι, στον τόπο οπού συνήθιζε να δικάζη! Διατάζει να σκάψουν λάκκο στο χώμα και να τον γεμίσουν με χοντρές και κοφτερές κληματόβεργες κι' αγκάθια άσπρα και μαύρα, βγαλμένα από την γη μαζύ με της ρίζες τους. Πρωί-πρωί, χτυπάνε τα τύμπανα για να μαζευτούν αμέσως οι άνθρωποι της Κορνουάλλης.

Άλλη μισή ώρα, και τα δυο εκείνα σκοτωμένα θεριά είτανε χωμένα, και το νιόσκαφτο χώμα σκεπασμένο με κληματόβεργες και στοιβιές. Και τώρα δεν είχαμε στο καλύβι παρά το λείψανο του Γιωργάκη μου. Του πλύναμε τα στήθια, ρίξαμε στη φωτιά τα ματωμένα του ρούχα, τονε σαβανώσαμε, όλα τα κάμαμε.

Νάτος ο ήλιος που έπεσε και πάει να βασιλέψη, Νάτα που ισκιώσαν τα ριζά και δροσερεύει ο κάμπος. Ο ήλιος 'χάθη ολότελα και τα βουνά σουρπώσαν, Θόλωσαν τ' ανοιχτά νερά κι' απάνου βγήκαν τ' άστρα. Διπλά ανασαίν' η αργατιά κι' απαρατάει το έργο, Κ' εκεί που κληματόβεργες κι' από παλιούρια φράχτες Καλύβι ολόρθο πλέκουνε, δείπνον απλό κυκλώνουν, Και τον απλό το δείπνο τους φωτάει θαμπό λυχνάρι.

Αυτές ανάψανε φωτιά με κληματόβεργες και φρύγανα, έστησαν τρία τέσσερα τηγάνια κι' άρχησαν να τηγανίζουν τα σύσερα, τα ορεχτικά του χοίρου, κομματάκια από τα εντόσθια, παραγεμισμένα με λίπος και σηκότια και μικρά κομμάτια λαρδί· το μαχαίρι έκοφτε, η φωτιά εδούλευε και τα πεινασμένα και ανυπόμονα στομάχια ήταν έτοιμα.

Ύστερ' απ' αυτά του ευχόντανε όλα τα καλά ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη κι ο Δάφνης τούφερνε χαρίσματα κατσικάκια, τυριά, όρνιθες με τα μικρά τους, σταφύλια επάνω στις κληματόβεργες, μήλα με τα κλαριά τους. Ήτανε μέσα στα δώρα και κρασί μοσκάτο της Λέσβος, καλώτατο για πιόσιμο.

Κ' ύστερ' από αυτά χαμοκάθησαν κ' έτρωγαν· κ' έρχεται κοντά τους κατά τύχη ο Φιλητάς ο γελαδάρης, φέρνοντας μερικά στεφανάκια στον Πάνα και σταφύλια με τα φύλλα ακόμη και με τις κληματόβεργες. Τον ακολουθούσε κι ο μικρός του ο γιος ο Τίτυρος, ξανθό αγόρι και γαλανομμάτικο· χαρούμενο παιδί και θαρρετό και που πηδούσεν ανάλαφρα περπατώντας σαν κατσικάκι.

Εις τη μέση της κάμαρας, απάνω σε τραπέζι, στρωμένο με άσπρο τραπεζομάντηλο, είνε τα στέφανα, καμωμέν' από κληματόβεργες και τυλιγμένα με ασπρογάλαζες κορδέλες, δύο λαμπάδες και το ευαγγέλιο. Τα πρόσωπ' αυτά μιλούσαν ανάμεσό τους, μα με φωνή χαμηλή, ίσως για να μη συγχίζουν' εκείνους που είνε στην πρώτη κάμαρα. Εδώ κάθουνται ο παππά Συνέσιος, ο παππά Κρητικός και ο Κεριάκος, ο υποψήφιος γαμπρός.

Και σαν πέρασαν λίγες μέρες τ' αμπέλια είχανε τρυγηθή κι ο μούστος ήτανε στα βαρέλια· κ' επειδή δεν εχρειάζονταν πια πολλά χέρια, έφερναν τα κοπάδια στον κάμπο· κι όλο χαρά προσκυνούσανε τις Νύμφες, φέρνοντας στη χάρη τους σταφύλια επάνω στις κληματόβεργες, σαν χαρίσματα από τον τρύγο.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν