United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σταθήτε· μη μπήτε ακόμα εσείς· ελάτε λίγο κατόπι. Δε θα τα βαστάξη τόσα πρόσωπα δακρισμένα. Είναι παρηγοριές που βασανίζουν κι από τη λύπη γερότερα. Χαγιάτι της Δέσπως. Η Δέσπω μαυροφορεμένη κάθεται και μυρολογάει. Η Γαρουφαλιά στέκεται πλάγι της. ΔΕΣΠΩ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ Δέσπω. Αχ και πάλι αχ! Άλλο από το αχ να πω πια δεν έχω. Σώθηκαν τα λόγια, κι ο πόνος πληθαίνει.

Ο παππά Συνέσιος, ως τόσο, αφού εγευμάτισε με τον φίλο του τον Σερέτη, του έδωκε και άλλες οδηγίες, της υστερινές, για τη δουλιά που εμελετούσαν και του εσύστησε αυστηρά να προσέξη, το δίχτυ που έπλεκαν να είναι και στερεό και τεχνικό, για να μην ήθελ' εύρη το ψάρι κανένα μέρος αδύνατο ή καμμιά τρύπα μεγαλείτερη και τους φύγη.

Ο Κοντοπάνης, ύστερ' από πολύ κόπο, έφτασε και τον αρρεβώνιασε με την κόρη του· από το άλλο όμως μέρος του ερρίχτηκε ο παππά Συνέσιος για την κουμπαρούλα του, την κόρη του Μαρούπα· του εμπήκε με τα όλα του και τον έχει στα δυο στενά να τονε παντρέψη.

Ο παππά Συνέσιος έμεινε κάμποσα λεπτά στην ίδια θέσι, έπειτα εφώναξε τον μικρό Αμβρόσιο, καλογεράκι δόκιμο. — Άκουσε, Αμβρόσιε, του είπε· ευθύς που φανή ο Σερέτης, να του πης να έρθη να με βρη στ' αλώνια. — Καλά, πάτερ ηγούμενε, είπε το παιδί. Και ο παππά Συνέσιος εσηκώθηκε και αργοπατώντας, ευγήκε από την αυλόθυρα κ' ετράβηξε κατά τ' αλώνια.

Ο παππά Συνέσιος εσηκώθηκε ανυπόμονος και η μάννα του ετραβήχθηκε. Επεριπάτησε ταραγμένος στην κάμαρα για κάμποση ώρα, έπειτα κοντά τα μεσάνυχτα, ετυλίχτηκε σ' ένα χονδρό σάλι, άνοιξε την πόρτα του ηγουμενιού και κατέβηκε κάτω.

Είχαν μακρυνή συγγένεια και επειδή ο απλός, ο απονήρεφτος Άνθιμος δεν τον εγνώριζε, εφιλιώθηκε μαζί του. Αυτό στην αρχή, οπού ο παππά Συνέσιος φορούσε προσωπίδα και δεν εφαινότανε ποιος είνε στ' αλήθεια, οπού εμπορούσε να γελάση εκατό σαν τον Άνθιμο, τον απλό και απονήρεφτο. Σε λίγο καιρό, κάποιος κάτι είδε και κάτι είπε σιγά σιγά, σκεπαστά ακόμα, όπου ο Άνθιμος είδησι δεν είχε.

Σαν αντίκρυσε τον 'γούμενο και τη μάννα του, εμουρμούρισε κάτι σαν χαιρετισμό με την τρεμουλιαστή γλυκειά φωνή του και επροχώοησε προς την αυλόθυρα. Ο παππά Συνέσιος τον εχαιρέτισε με βαθειά υπόκλισι και σαν απομακρύνθηκε, είπε! — Άλλη κουτομαρία ετούτος πάλι. — Χαμένο κορμί! είπε για εικοστή φορά η μάννα του κ' ευθύς εσηκώθη κι' ανέβηκε στο 'γουμενειό.

Ο παππά Συνέσιος επροχώρησε για να μιλήση, μα τον αποπήρε ο δήμαρχος με δυνατή φωνή. — Τι τέχνες είν' αυτές που κάνετε; — Δεν είνε τέχνες, είπεν ο γούμενος· είνε γάμος! — Θα το ιδούμε τώρα. Ο παππά Κρητικός εζήτηξε να γλυστρήση να φύγη, μα του έφραξε το δρόμο ο ειρηνοδίκηςΣτάσου, παππά, να μάθωμε την αλήθεια, είπε. Τότ' επροχώρησε ο γέρω Μουρούπας.

Του κάκου φώναζαν οι δικοί μας κ' ενεργούσανε χρόνους τώρα εναντίο τω Γότθων του κάκου του τάψελνε του Βασιλέα κι ο πατριώτης ο Συνέσιος, φερμένος τότε στην Πόλη, καθώς θα δούμε, να του προσφέρη κορώνα από την πατρίδα του την Κυρήνη· του κάκου πήγαν τα φρόνιμα λόγια του, σαν του θύμιζε του νωθρού Αρκαδίου πως ο στρατός του είτανε λύκους γεμάτος, κι όχι μαντρόσκυλα καθώς τους ήθελε ο Πλάτωνας τους φρουρούς της Πολιτείας, και πως οι Γότθοι και μέσα στα σπιτικά τους ακόμα πλημμύρισαν, αφού άλλο δεν έβλεπες παρά Γότθους παραγιούς και παρακόρες.

Εργατικός πολύ και τιμιώτατος, αγάπησε πολύ τον Άνθιμο και ο Άνθιμος τον αγάπησε· μα ο παππά Συνέσιος δεν τον αγαπούσε και κάθε λίγο τον εβασάνιζε και τον αδκούσε, με χίλια δύο. Τα υπόμενε ο καϋμένος ο Σταυράκης και μόνον ήλεγε πότε πότε τα παράπονά του στον Άνθιμο. Εκείνο το πρωί ο Σταυράκης επήγε κ' ευρήκε τον καλόγερο.