United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μωρή ζουλεύεις, ζουλεύεις και μου τα λες αυτά. Στο χαγιάτι της κερά Δέσπως. Η νύφη κάθεται στο μιντέρι χαμηλοβλεπούσα, και τη στολίζουνε κορίτσια. ΔΕΣΠΩ, ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΕΣ, κατόπι ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΑΔΕΡΦΙΑ και ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ απέξω. Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα, Σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα. Δέσπω.

Ταδέρφια σου θα γλεντίζουν ως το ταχύ. Εγώ με τη Γαρουφαλιά και με τις άλλες γειτόνισσες τα βολέβω, και θα τάχουμε μια ομορφιά όλα πριχού να φέξη. Καληνύχτα σου, ακριβή μου. Αρετ. Καληνύχτα, μαννούλα, μα να μου το τάξης πως θα πλαγιάσης και συ λιγάκι. Δέσπω. Έννοια σου, έννοια σου, αγάπη μου. Θα πλαγιάσω η δόλια μια και καλή. Στα ξώχωρα του χωριού κοντά στην Αγιά Μαρίνα. Νύχτα· φεγγάρι.

Να ήθελες να μας έκανες τη χάρι να περνούσες απ' το καλύβι, να έκανες κανένα ψευτογιατρικό, θεια Γαρουφαλιά; . . . . Εκείνη η πεθερά μου δε 'φελάει τίποτα, τι να σου κάμη; — Μα τώρα κοντεύει να νυχτώση. . . είπε με υποκρισίαν η Φραγκογιαννού. Και μέσα της έλεγε — «Το ροιζικό μου είναι πλειο! Ωχ Θε μου»! — Ας νυχτώση . . . Αν θέλης, κοιμάσαι στο καλύβι. Η Φραγκογιαννού εστάθη ως να εδίσταζεν.

Την αφήκα με τη Γαρουφαλιά, αφού την καθησύχασα με δυο λόγια, κ' ελπίζω πως δε θα της ξανάρθη το φρένιασμα της απελπισιάς. Έτρεχα με τρομάρα κατόπι της, σα βγήκε από το κοιμητήριο, και να την προφτάξω δεν είχα δύναμη. Ο Θεός με φώτισε και πήρα το μονοπάτι και βρέθηκα ομπροστά της τη στιγμή που χύμιζε όξω φρενών κατά τον γκρεμνό.

Πάμε, καημένη, να κάνουμε μετάνοιες και να θεμιάσουμε, η χάρη της Παναγιάς να μας φυλάη κι αυτή τη νύχτα. Η ίδια. Η Αρετούλα φαίνεται στο βάθος τον δρόμου μονάχη της με μαλλιά ξέπλεκα κι αμελημένα φορέματα. ΑΡΕΤOΥΛΑ, ύστερα ΔΕΣΠΩ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ Αρετ. Όνειρο πρέπει να είνε, κι ως τόσο ψέμα δεν είνε! Να τος ο δρόμος μας, να την του σπιτιού μας η θύρα!

Τραγουδάτε, κορίτσια, που να σας δω νύφες και σας σαν τη ζουλεμένη την Αρετούλα. Όντας σε γέννα η μάννα σου, ο ήλιος εκατέβη Και σούδωκε την ομορφιά, και πάλι ματανέβη. Πιπ. Μωρή είδες εσύ ποτές σου τέτοιο ματόφρυδο; Περμ. Σκάσε, ν' ακούσουμε τα τραγούδια, μωρή. Σα ψέματα μου φαίνουνται όλα, Γαρουφαλιά μου! Είμαι σαστισμένη, και δεν το νοιώθω το μαχαίρι που στα βάθια με σφάζει.

Πολεμάει να γλυτώση την αρχόντισσα, μα πού να προφτάξη, που θέλει μέρες και μέρες να πάη και νάρθη! . . Ανατριχιάζω, καημένη, και δε συμμαζεύουμαι από την τρεμούλα. Και τέτοιο σκοτάδι! Φέρ' ένα φανάρι από μέσα να καθίσουμε στο κατώφλι αυτουδά! Α μας χρειαστούνε, η Γαρουφαλιά θανοίξη το παραθύρι και θα φωνάξη. Πού ύπνος πια τέτοιες ώρες! Πιπ.

Η Γιαννού τον ανεγνώρισεν αμέσως. Ήτον ο καλούμενος Γιάννης Λυρίγκος. Άμα είδε την γραίαν άρχισε να φωνάζει μακρόθεν· Καλά που σ' ηύρα! . . . Ο Θεός σ' έστειλε! — Τι να τρέχη; είπε μέσα της η Φραγκογιαννού. Κάτι θέλει να μου πη. Βέβηα, ο άνθρωπος δεν θα έχη ακούσει τίποτα για τα πάθια τα δικά μου. — Ξέρεις τίποτα, θεια Γαρουφαλιά; επανέλαβεν ο Λυρίγκος πλησιέστερον ερχόμενος.

Σταθήτε· μη μπήτε ακόμα εσείς· ελάτε λίγο κατόπι. Δε θα τα βαστάξη τόσα πρόσωπα δακρισμένα. Είναι παρηγοριές που βασανίζουν κι από τη λύπη γερότερα. Χαγιάτι της Δέσπως. Η Δέσπω μαυροφορεμένη κάθεται και μυρολογάει. Η Γαρουφαλιά στέκεται πλάγι της. ΔΕΣΠΩ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ Δέσπω. Αχ και πάλι αχ! Άλλο από το αχ να πω πια δεν έχω. Σώθηκαν τα λόγια, κι ο πόνος πληθαίνει.

Και δεν είνε ένας ή δυο, αλλά είκοσι, πενήντα, εκατό, όλοι με προστασία και τόση μάλιστα, πού ένα καλοκαίρι, που έτυχε να είνε ολιγώτερο ή χειρότερο το νερό, μας επλάκωσε κοιλιακός τύφος και άρχισαν να πεθαίνουν σαν τες μύγες τα παιδιά. Τέσσαρα δικά μου έθαψα το ένα μετά το άλλο σ' εκείνη τη γωνιά, κοντά στο μνήμα του Γεννάδιου, εκεί πού εκαμάρωνες την άσπρη γαρουφαλιά.