United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο παπ' Αγγελής εδίσταζεν αν, και με αλλαχόθεν δανειζομένας εικόνας, και με αναρτώμενα προχείρως κανδήλια, επετρέπετο να τελέση λειτουργίαν εκεί. Τέλος ο ιερεύς εύρε μέσον τινά όρον, και τον ανεκοίνωσεν εις τον Γιάννην τον Κούτρην.

Έχεις βεβαιότητα ότι θα σε δεχθή; επέμεινεν ο Θεόδωρος. — Ειπέ του ότι τον ζητεί ένας, ο όποιος έχει κάτι να του ειπή. Ο Θεόδωρος εδίσταζεν. Ο ξένος δεν είπε τι προς αυτόν, αλλ' η στάσις του ενέφαινεν αξιοπρεπή επιμονήν. — Και ποίος να είπω ότι τον ζητεί; ηρώτησεν ο Θεόδωρος. — Είς μοναχός, δούλος του Θεού του αληθινού, όστις έχει σπουδαία να τω είπη.

Ενώ εδίσταζεν, αν έπρεπεν ούτω να κάμη, ή μάλλον ν' ανέλθη απλώς εις το χαγιάτι και να κρούση την θύραν, ήκουσε φωνάς μικρών κορασιών. Ολίγον παρέκει ήτον το πηγάδι με τον μάγγανον, και δίπλα η στέρνα, χαμηλή, βαθεία, με τας όχθας μόλις ανεχούσας υπεράνω της επιφανείας της γης.

Έφθασε και εκείνη η νύκτα, κατά την συνήθειαν εφέρθηκα εις την βασιλοπούλαν. Ωραία Σχυρίνα, της είπα εμβαίνοντας εις τον χοντζερέ της, εσύ δεν ηξεύρεις, εκείνο που εσυνέβη σήμερον εις τον κάμπον· ένας τζοχαντάρης ο οποίος εδίσταζεν ότι εσύ είσαι γυναίκα του Μωάμεθ, έλαβε την παίδευσιν της απιστίας του.

Να ήθελες να μας έκανες τη χάρι να περνούσες απ' το καλύβι, να έκανες κανένα ψευτογιατρικό, θεια Γαρουφαλιά; . . . . Εκείνη η πεθερά μου δε 'φελάει τίποτα, τι να σου κάμη; — Μα τώρα κοντεύει να νυχτώση. . . είπε με υποκρισίαν η Φραγκογιαννού. Και μέσα της έλεγε — «Το ροιζικό μου είναι πλειο! Ωχ Θε μου»! — Ας νυχτώση . . . Αν θέλης, κοιμάσαι στο καλύβι. Η Φραγκογιαννού εστάθη ως να εδίσταζεν.

την αντιθύραν έμενε με την γλυκειά κιθάρα ς' το χέρι του, κ' εδίσταζεν, αν θα 'βγη από το δώμα όπως καθίσητον βωμόν καλόκτιστον του ερκείου μεγαλοδύναμου Διός, 'ς εκείνον, οπού έκαψαν 335 βωδιών μερία πάμπολλα Λαέρτης και Οδυσσέας, ή έξαφνατα γόνατα να πέση του Οδυσσέα· και τούτο συμφερώτερον ευρήκε τότε ο νους του· ως ικέτης τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα. τωόντι χάμαι απόθεσε την βαθουλήν κιθάρα 340 σιμά 'ς τ' ασημοκάρφωτο θρονί καιτον κρατήρα, εχύθη και τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα επρόφτασε και ικέτευε με λόγια πτερωμένα· «Αχ! σ' εξορκίζω σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα· θλίψι και συ θέλει αισθανθής κατόπι, αν με φονεύσης 345 τον αοιδόν, 'που των θεών και των ανθρώπων ψάλλω. κ' είμαι αυτοδίδακτος εγώ και μύριατην καρδιά μου άσματα εγέννησε ο θεός· θαρρώ 'που εμπρός σου ψάλλω ως εις θεόν μη θέλης συ να μ' αποκεφαλίσης. θα είπη και ο Τηλέμαχος, ο ποθητός υιός σου, 350 πως άθελα το δώμα σου, χωρίς τι να ζητήσω, εσύχναζα να τραγουδώτους δείπνους των μνηστήρων· ότι πολλοί και δυνατοί μ' ανάγκαζαν εκείνοι».

Ο κλέπτης εις αυτήν την θλίψιν του δεν είχε χάσει ακόμη το διακριτικόν του, και με όλον που έβλεπε τα σημεία εναντία εις την Ρεσπίναν, εδίσταζεν ακόμη διά να πιστεύση πως αυτή θα το έκαμε και διά τούτο εμπόδιζε τον θάνατόν της, και ήθελε να ηξεύρη το τι αυτή έλεγεν εις διαφέντευσιν της· όθεν την ερώτησε διά ποίαν αιτίαν εφόνευσε το βρέφος.

Και η Σιξτίνα διεκόπη, περιμένουσα ίνα συμπληρώση η Αϊμά την φράσιν. Αλλ' αύτη εσίγα. Η Σιξτίνα επανέλαβε·Και προτού ν' αρμενίσης το μεγάλο πέλαγο, που ήλθες από την Ρόδον... Και πάλιν η Σιξτίνα επέσχε τον λόγον. Αλλ' η Αϊμά ήκουε μόνον. — Προτού να συμβούν όλα αυτά, δεν ενθυμείσαι άλλο τίποτε; Η Σιξτίνα επέμενεν, ως να είξευρε τους λόγους, δι' ους η Αϊμά εδίσταζεν.

Και εγώ τι θα κάμω εν τω μεταξύ; — Θα περιμένης. — Πού; Εδώ δεν θα μείνω. — Διά της βίας δεν σε κρατώ. Αλλά σε παρακαλώ να μείνης. Η Αϊμά εδίσταζεν. Ο Πλήθων επανέλαβε·Σοι είπα να μοι ζητήσης ό,τι επιθυμείς. Δεν επιθυμείς τι; — Αλλά σοι είπα κ' εγώ τι επιθυμώ. — Είνε το μόνον; ως νέα δεν έχεις επιθυμίαν τινά; — Ποίαν επιθυμίαν να έχω; απήντησεν αφελώς η Αϊμά.