United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


— 'Σου είπα δεν είν' εδώ· επέμεινεν ούτος οργίλως. Ο Δημήτρης έτρεμεν όλος. Πριν φθάση εις το κατάστημα είχεν ίδη τον κυρ Γιάννη εντός του γραφείου του. Φαίνεται ότι και ούτος τον είδε και, υποθέτων ότι επήγαινε να ζητήση το οφειλόμενον ημεροδούλι του, το έδωσεν εις τον υπηρέτην και αυτός εκρύβη.

Ναι, εψέλλισε τρέμουσα η Αϊμά. Ο ξένος εδίστασε, και είτα εκίνησε τους ώμους και απεμακρύνθη λέγων·Τι με μέλει εμένα, το κάτω κάτω; Ο Μάχτος συνέλαβεν υποψίαν τινά. Αλλ' απείχε πόρρω του να φαντασθή τι είχε συμβή. — Τι τρέχει, Αϊμά; Τι σου έλεγε; — Τίποτε, είπεν η Αϊμά. Ο Μάχτος δεν επέμεινεν.

Όταν ηθέλησαν να τον αναβιβάσουν εις το ικρίωμα ευρέθη νεκρός εκ φόβου. Το πλήθος όμως επέμεινεν εν βοή να κοπή και εκαρατομήθη νεκρός, όπως ήτο. Εξ άλλου οι λησταί συνεχίζουν τρόπον τινά την παράδοσιν των κλεφτών και υποκλέπτουν την δόξαν εκείνων εν τη συνειδήσει των απλοϊκών.

— Κ' εγώ έχω επτά παρά τρία, είπε το άλλο μέλος της επιτροπής. — Κ' εγώ επτά παρά δέκα. — Κ' εγώ έχω έξ και δεκαοκτώ, είπεν ο ελληνοδιδάσκαλος. — Είνε επτά η ώρα, επέμεινεν ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος. Δεν βλέπετε που ο ήλιος εβασίλεψε! εις τας επτά γράφει και το πρόγραμμα. — Γράφει εις τας επτά και είκοσι δύο λεπτά, είπεν ο ελληνοδιδάσκαλος.

Εκεί όμως επέμεινεν ο Πλούτων να τον αποχαιρετήση, ούτε διά θωπειών ούτε διά της επιδείξεως ορεκτικού αλλάντος πειθόμενος να προβή περαιτέρω.

Εγώ μόνον βοήθειαν εζήτησα. — Είναι 'δική σου; — Είναι 'δική μου, κόρη μου. Δεν ειμπορώ ν' αποχωρισθώ απ' αυτήν. — Ετρελλάθης, γέρο! — Σας λέγω, είναι κόρη μου, επέμεινεν ο Βράγγης, μεταμεληθείς ότι δεν διηγήθη εξ αρχής τον μύθον τούτον. — Μη αστεϊσμούς, γέρο! είπεν αυστηρώς ο πρώτος των ιππέων. Δος την μικράν, και τράβα! — Αλλ' είναι 'δική μου, κύριε!

Ας είνε, είπε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, ημείς δεν είμαστε από κείνους όπου πάνε και βάζουν σκάνδαλα στα ανδρόγυνα· κάμε ό,τι σε φωτίσει ο θεός, καθώς είπες. — Όχι! όχι! επέμεινεν η γυνή. Στον κουμπάρο έδωκε τον λόγον του από μπροστήτερα.

Δεν πειράζει. Αυτή μοναχή της φεύγει, και μοναχή της πάλι έρχεται. — Αλλά εγώ την θέλω, επέμεινεν ο Μάχτος. — Και τι την θέλεις; — Θέλω να της πω. — Της λες όταν έρθη. — Και πότε θα έρθη; — Όποτε θέλει. — Λοιπόν, συ ως μητέρα, δεν φροντίζεις δι' αυτήν; — Τι να φροντίσω; — Την αφήνεις και πάγει όπου θέλει;

Προ πάντων επέμεινεν ο Κεχαγιάμπεης, ων φιλότιμος και επιστηριζόμενος εις την προς αυτόν αγάπην του Κιουταχή. Την επομένην ημέραν, πριν ακόμη ανατείλη ο ήλιος, ο Καραϊσκάκης ετοποθέτησε περί τους εχθρούς όλον το Ελληνικόν στράτευμα, το οποίον δεν τους άφινε πλέον ουδέ κεφαλήν να προβάλωσιν έξω από το οχύρωμά των.

Αλλά δεν εφαντάζετο ότι έμελλεν από ανακριτρίας να περιέλθη εις την θέσιν της εξεταζομένης. Αιφνιδίως λοιπόν λέγει προς την Αϊμάν·Ενθυμείσαι, κόρη μου, αν έζησες ποτε εις την Ρόδον; — Εις την Ρόδον; επανέλαβεν ενδοιάζουσα η Αϊμά. — Εις την νήσον Ρόδον, επέμεινεν η Σιξτίνα. Είνε ωραία νήσος. — Όχι, δε έζησα εκεί, είπεν η Αϊμά. — Για θυμήσου καλά, είπεν ισχυρογνωμόνως η Σιξτίνα.