United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σίγουρα κάποιος ερχότανε∙ και πραγματικά τα σκυλιά άρχισαν ξαφνικά να γαβγίζουν στα κοντινά κτήματα και όλο το τοπίο που λίγο πριν έμοιαζε να κοιμάται μέσα στον ψίθυρο της προσευχής των βραδινών ήχων, γέμισε από αντίλαλους και βοή, σαν να ξυπνούσε απότομα. Ο Έφις άνοιξε πάλι.

Οι πλειότεροι είχον ήδη αναβή, ότε ενόησαν αυτούς οι φύλακες των πύργων· διότι Πλαταιεύς τις, αναρριχηθείς εις τας επάλξεις, έρριψε κάτω μίαν κεραμίδα, ήτις πεσούσα έκαμε κρότον. Και αμέσως υψώθη βοή, οι δε πολιορκούντες ώρμησαν επί του τείχους χωρίς να ηξεύρουν πόθεν ήτο ο θόρυβος εκείνος εν μέσω της σκοτεινής και θυελλώδους νυκτός.

Η βοή η νεκρά της φωνής των συνωδεύθη ήδη υπό τινος γογγυτού μυστηριώδους: — Ωχ! — Μωρέ εδώ είνε ο κατακαϋμένος! Παρετήρησεν εν πεποιθήσει ο ποιμήν. Και συγχρόνως ιδών το ρήγμα της χιόνος το σχηματισθέν κατά την πτώσιν του Μπάρμπα-Σταύρου, είπεν ως ενώπιον κινδύνου. — Καρδιά, παιδιά, καρδιά, και τον ηύραμε! — Νά, είπον και οι λοιποί. Εδώ εις το μέρος αυτό είνε χανδάκι.

Επειδή από τους φίλους που έχει συνηθίση κανείς περισσότερον πείθουν εκείνοι που έρχονται νέοι. ΧΟΡΟΣ Έρχεται, πραγματικώς, από τανάκτορα βοή των υπηρετών δι' όσα μας αναγγέλλεις. Η δυστυχισμένη δείχνει πόσον μετανοεί δι' όσα έκαμε. Α, να που βγαίνει από τανάκτορα και ξεφεύγει από τα χέρια των δούλων με τον πόθον να πεθάνη.

Επροτίμα λοιπόν να μένη διαρκώς εν τω οίκω, και να αρκήται εις την αρίθμησιν των καπνοδόχων των γειτονικών οικιών, ονειρευομένη αείποτε την ηρεμίαν του χωρίου της, μη βλέπουσα την ώραν πότε να φύγη. Μίαν πρωίαν ανήλθεν επί του Λυκαβητού κ' εκείθεν εθαύμασε το πέλαγος του Σαρωνικού και το θέαμα το μεγαλοπρεπές της πόλεως, ης η βοή έφθανεν εκεί επάνω συγκεχυμένη, ως βοή μακρινού καταρράκτου.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Τίποτε... ζητώ να γίνω γέρος, να 'δώ πως θα μου φαίνεται και τότε η ζωή κι' αν θα μου είναι οχληρά η τόση της βοή, αν θα ποθώ τον έρωτα, την δόξαν, το βαλάντιον, κι' αν τότε θα φιλοσοφώ ακόμη με τον Κάντιον. ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Αυτό δεν είναι δύσκολον...

Αν μ' άνθη ο Απρίλης πια δε σε στολίζει, φουντώνει η φυλλωσιά σου δροσερή και τα βάθη σου ολόημερα γεμίζει πουλιών τραγούδι, μελισσιού βοή. Το ποτάμι μπροστά σου τρέχει λάλο, τ' ακρόκλωνα που γέρνεις σου φιλά, καταμόναχο χαίρεσαι, μεγάλο, τριγύρω σου της μέρας τη χαρά.

Προέκυπτον εδώ κ' εκεί τα μεγάλα κόκκινα άνθη των ροδοδαφνών, τα χιονώδη της μυρτιάς και πλούσια τα φυλλώματα των κουμαριών. Εις τους πόδας του βουνού λιθόκτιστος βρύσις έχυνε προς τα έξω διά μικράς μαρμαρίνης λεκάνης νερό ψυχρόν και διαυγές απ' ολίγον μακράν ήρχετο βοή αδιάκοπος, ο ρόχθος του Βρόντου, μικρού καταρράκτου, χυνομένου διά πλακοστρώτου κοίτης εις το λαγκάδι του Μπάστα.

Το πάτωμα ως ξεκλειδωμένον ανέβαινε και κατέβαινε προς τας κινήσεις του πλοίου, χορεύον τον ίλιγγονείδος θαλασσινού χορούότε ο άπειρος παραπαίει και σαλεύει ως ο μεθύων. Η βοή του ανέμου η βραχνή μόνη έφθανε κάτω διά της θυρίδος του ταμπουκιού ακλόνητος.

Εισήλθεν, εχαιρέτησε την επιτροπήν και τους παρεστώτας ειπών «γεια σας». Εψηφοφόρησεν, εξήλθεν αμέσως, και συρίξας συνήγαγε το αιπόλιόν του, και απήλθεν εν βοή και κωδωνισμώ.