United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις μίαν οπήν του κατωγείου, ανάμεσα εις τα πιθάρια τα μισογεμάτα και τα βαθέλια τ' αδειανά, ευρίσκετο, μία πλατεία και μακρά λωρίς μαύρης μανδήλας, όπου η γραία είχε δεμένα «σαν σκυλιά» εκατόν εβδομήντα τόσα αργυρά τάλληρα, άλλα κολωνάτα, άλλα ρηγίνες, και άλλα τουρκικά, όλα κλεμμένα από τα κέρδη του γέρου και τα προϊόντα των κτημάτων.

Ο Χασάν Πασάς από την Ανατολική την πλευρά το είχε αρχινημένο το πανηγύρι του με τις δυο χιλιάδες νέους, γέρους και γυναικόπαιδα, που λες και με τη μυρουδιά τους ξετρύπωσαν τα σκυλιά του στου Μελάτου το σπήλιο.

Φιλήθηκαν ούλοι, κάμανε το σταυρό τους με τους γκράδες στα χέρια. Χωριστήκαμε σ' εφτά τμήματα, έτσι μου φάνηκε καλλίτερα και πιάσαμε μια μεγάλη γραμμή. Το τάγμα έρχουνταν βάδην κατ' απάνω μας. Μη μπυροβολήση κανείς, τους κάνω, άμα φτάσουνε στα εκατό μέτρα, το σταυρό σας, και πυρά ομαδά. Οι Τούρκοι έρχουνταν τα σκυλιά. Μέσα στις τουφεκιές τους ακούγαμε τους δικούς μας γκράδες να βογκάνε από μακριά.

Έλεγεστοχάσουπως τον αναγελούσε το σκυλί και τούλεγε τα χίλια δυο αναμπαίγματα και πως τώχε βαλμένο τάχα η παπαδιά κ' η κόρη της και τώχαν δασκαλέψει να του λέη μαθές λόγια σημαδιακά. Αποκεί πήρε δρόμο. Τάβαλε μ' όλα τα σκυλιά της γειτονιάς, μ' όλα των μαχαλάδων τα σκυλιά και με τα καραβόσκυλα ακόμα.

Χρωστούσε ο δυστυχισμένος τα μαλλοκέφαλά του, και δήλωσε πως δεν είχε πεντάρα. Ο δεκανέας τον έδεσε πιστάγκωνα, τον έβαλε στη μέση τ' ασκεριού του και τ' απόσπασμα ξεκίνησε, ενώ τα σκυλιά τους αλύχτιζαν για ύστερη φορά. Πέρασαν μπροστά απ' το σπίτι του κυρ πάρεδρου που καθόμαστε αυτός κι εγώ έξω στην πεζούλα του σπιτιού, και μας χαιρέτησαν. Όταν είδα τον χρεοφειλέτη στη μέση ανατρίχιασα.

Μας έχουν σαν σκυλιά τους Οι Τούρκ' ημάς τους Χριστιανούς για κάθε θέλημά τους, Και μοναχή φροντίδα τους είνε για να μας σβύσουν. Αυτοί, που Κλέφταις λέμ' εμείς, που διάλεξαν να ζήσουν. 'Στα κορφοβούνια, 'ς τα κλαριά, και 'ς τ' άγρια στενορρύμια Με τα θεριά, μ' αγρίμια· Αυτοί, οπού φωλιάζουνε σε τρίσβαθα λημέρια.

Ήταν οι πυγολαμπίδες, κι εκείνη όμως πίστευε στα αερικά, στην υπερφυσική ζωή των νυχτερινών πλασμάτων και θυμόταν τα παιδικά της χρόνια, όταν ήταν φτωχή και πήγαινε να ζητιανέψει και να μαζέψει ξερόκλαδα κάτω από τα ερείπια του κάστρου, ενώ την κυνηγούσαν σαν λυσσασμένα σκυλιά η πείνα και ο πυρετός της μαλάριας.

Μισολιποθυμισμένη, απάντησε η Ιζόλδη: «Φίλε, θα σας ακολουθήσω. Αύριο, το πρωί, έχετε έτοιμο το καράβι σας γι' αναχώρησιΤην άλλη μέρα το πρωί, η Βασίλισσα είπε πως ήθελε να κυνηγήση με τα γεράκια κ' είπε να ετοιμάσουν τα σκυλιά της. Αλλά ο Δούκας Αντρέ την παραμόνευε, και την συνώδευσε. Όταν βγήκαν στα χωράφια, όχι μακρυά από την παραλία, ένας φασιανός πέταξε ψηλά.

Έπειτα ο Δεινόμαχος ηρώτησε• Δεν μου λες, Ευκράτη, τα σκυλιά της θεάς πόσα ήσαν κατά το μέγεθος; Υψηλότερα από τους ελέφαντας των Ινδιών, απήντησεν ο Ευκράτης, μαύρα ως αυτοί και μαλλιαρά με μαλλιά ανώμαλα και λερωμένα.

Από πίσω τα σκυλιά ουρλιάζανε ακόμα, τον κυνηγούσανε με τις φωνές τους, ως που χάθηκε απ' τα μάτια τους. Ο Μιχαληός ο Μακαράς ξαναγύρισε στον καφενέ. — Κακός μπελλάς! είπε ξαναπαίρνοντας το σκαμνί του δίπλα στον Καπετάν Γιάννη τον Μελαχροινό. Κακός μπελλάς. Από τότε που τούστρηψεπέντε χρόνια πάνε τώραπες πως έχουνε λείψανο μες στο σπίτι του. Καθημερινό λείψανο.