United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άκου μ' εμένα που σου λέω ! Αλήθεια, να δης, Βεργινία μου, πούθελε σήμερις ναρθή μαζή μου κ' η Κυρία Ουρανία, η κόρη δα της σπιτονοικοκυράς μου μια μονάχη την έχει νάρθη λέει να μαζέψη λουλούδια στην Καλλιθέα, μα είχανε κάποιονα στο τραπέζι και δεν μπόρεσε να ξεφύγη δεν την άφησε η μητέρα της.

Βράζοντας ο Θεόφιλος από ζούλια, που έβλεπε το Χρυσόστομο παντοδύναμο στην Πόλη, ανεβαίνει στην Χαλκηδόνα με μερικούς Επισκόπους, για νάχη, την πλειονοψηφία στη Σύνοδο που αποφασίστηκε να συστηθή και να κρίνη το Χρυσόστομο, καθώς και με κάμποσους θαλασσινούς, για να μπορή στην ανάγκη να το γυρίση και στη βία. Κωμωδία μονάχη εκείνη η Σύνοδο.

Και πού το ήξευρε, πως οι παραμοναίς των Φωτών θε νάρχουνταν και θα περνούσαν και συ θα κακοπάθιαζες στην ξενητειά κι' εγώ θε νάκλαιγα μονάχη! Έτσι κ' εκείνη την παραμονή.

Μην πάρης μια και μονάχη αχτίδα της ψυχικής μας φωτοπλημμύρας, πάρε τις όλες μαζί και παράβαλέ τις μ' όλες μαζί οποιανού άλλου λαού θέλεις. Το χώμα τόχει, τι τα θες.

Κι ακόμα θα έλεγα πως η υψηλή Κριτική με το να είναι η αγνότερη μορφή της προσωπικής εντυπώσεως είναι στο είδος της πιο δημιουργική κι από τη δημιουργία, αφού και λιγώτερο αναφέρεται σ' όποιον εξωτερικό γνώμονα και δικαιολογεί μονάχη της την ύπαρξή της και, όπως θα έλεγαν οι Έλληνες, είναι αυτή καθ' εαυτήν και για τον εαυτό της σκοπός.

Ας έμενες εις την Αζόφ κι' ας είχα και συνάχι, κι' ως Κάιν ας 'τουρτούριζα εις παγετών στιβάδας· συ, Βέρα, ήσουν έμπνευσις, συ Μούσα μου μονάχη, και την φυγήν σου έκλαυσα με Ιερεμιάδας. Και ήκουα των ποιητών και πάλιν τας φωνάς: «Πώς τον καιρό σου, μ' έλεγαν, εδώ αδίκως χάνεις; τι κάθεσαι, ταλαίπωρε, κι' αέρα κοπανάς; συ εγεννήθης ποιητής, για έμπορος δεν κάνεις.

Κανέναν δεν έσφαξε, μήτε από τούρκικο λάθος. Να δης που είναι και της επιστήμης παιδί ο Χαφίσης. Σε πιάνει δοντόπονος. Τρέχεις στου Χαφίση και του το λες. Σε καθίζει σ' αυτό εκεί το σκαμνί, φέρνει τη μια και μοναχή του δοντάγρα, του δείχνεις το μέρος που σου πονεί, κι αρχινάει η δουλειά· δηλαδή την πιάνει από την αρχή τη δουλειά.

Μου είναι άγνωστο αν ο κ. Γιαννόπουλος άλλαξε γνώμη . Θα συλλογίστηκε ωςτόσο αλλιώς για μερικά πράματα, που του φαίνουνταν τότες αληθινά. Μας το δείχνουνε, μας ταποδείχνουνε τα ιστορικά μας, πως κάθε γλώσσα μορφώνεται μοναχή της, και μας ταποδείχνουνε με τρόπο που και να θέλη κανείς, δεν μπορεί να πη το ενάντιο κι αναγκάζεται να το πιστέψη.

Γιατί μωρέ δεν μ' εξύπναες ; Ρίχνεται απάνω στο δοιάκι θέλοντας να ορτσάρη· μα που να ερτσάρη; Δεν είχε πλέον καιρό. Τ' όμορφο τρεχαντήρι έτρεχε δαιμονισμένο απάνω στη στεριά. Κ' εκείνη, πέτρα μοναχή στην έκφρασι και τη σύστασί της, όρος επύργωνεν αντίκρυ περιφρονώντας τα κύματα που εβρυχόνταν στα πόδια της και την ψυχή του καπετάνιου που ελάχτιζεν οργισμένη τα δασά στέρνα του.

Μία παιδίσκη και είς παις πενταετής, ήρχισαν να φιλονεικώσι περί του τίνος η λαμπάδα ήτο ευμορφοτέρα. — Όχι, η δική μου η λαμπάδα είνε καλλίτερη. — Όχι, η δική μου. — Εμένα ο πατέρας μ' την εδιάλεξε και είνε πιο καλή. — Εμένα η μάνα μ' την εστόλισε μοναχή της. — Και ξέρει να κάνη λαμπάδες η μάνα σ'; — Όχι, δε ξέρει; Σαν τη δική σ'; — Τέτοια παληολαμπάδα! — Ναι, παληολαμπάδα;...να!... — Να κ' εσύ!