Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Βράζοντας ο λαός από μίσος με τα όσα έπαθε, πηγαίνει κατόπι και σπάνει τις θύρες της φυλακής, τονέ θανατώνει, φορτώνει το κορμί του σε καμήλα και το ρίχτει στη θάλασσα. Χολόσκασε ο Ιουλιανός σαν τάκουσε όλ' αυτά.

Σήμερα γεννήθηκε ένας άντρας λαμπρός, που θα γενεί ολωνών των Αργιτώνε αφέντης, γιος του Στενέλου, να ο Βρυστιάς απ' του Περσιά το γένος, αίμα δικό σου· πρέπει του να βασιλέβει στ' Άργος. Είπε, και λύπη φλογερή βαθιά του καίει τα σπλάχνα, 125 κι' αρπάζει αμέσως τη Λωλιά οχ τις σγουρές πλεξούδες, μέσα απ' το πάθος βράζοντας, και βαριορκίστηκ' όρκο το πως ποτές στον Έλυμπο, ποτές στ' αστρένια ουράνια δε θα πατήσει πια η Λωλιά π' όλους λωλαίνει πάντα.

Και φέρνει κύματα σα θάλασσα κακών που το ένα πέφτει, τ’ άλλο τρίκορφο ανεβαίνει κι ολόγυρα στης πόλης μας την πρύμνα βράζοντας φουσκώνει· κι ανάμεσό μας σκέπη αδύναμη πύργος το λίγο πάχος του στυλώνει· και τρέμω με τους βασιλιάδες της να μη βουλιάξη δαμασμέν’ η πόλη. Γιατί σε τέλος βγαίνουνε με τον καιρό οι αρχαίες κατάρες με βαρειά στροφή της τύχης.

Βράζοντας ο Θεόφιλος από ζούλια, που έβλεπε το Χρυσόστομο παντοδύναμο στην Πόλη, ανεβαίνει στην Χαλκηδόνα με μερικούς Επισκόπους, για νάχη, την πλειονοψηφία στη Σύνοδο που αποφασίστηκε να συστηθή και να κρίνη το Χρυσόστομο, καθώς και με κάμποσους θαλασσινούς, για να μπορή στην ανάγκη να το γυρίση και στη βία. Κωμωδία μονάχη εκείνη η Σύνοδο.

Όταν συνήλθαν λιγάκι βάδισαν προς τη Λισσαβώνα· τους έμειναν ολίγα χρήματα, με τα οποία έλπιζαν να γλυτώσουν από την πείνα, αφού γλύτωσαν από την τρικυμία. Μόλις επάτησαν το πόδι τους στην πόλη, κλαίοντας το θάνατο του ευεργέτη τους, και νοιώθουν να τρέμει η γης κάτου από τα πόδια τους. Η θάλασσα υψώνεται βράζοντας μέσα στο λιμάνι και σπάζει τα αγκυροβολημένα καΐκια.

Είπε, και κράζει του πιστού συντρόφου του Αφτομέδου ναν του τα φέρει· κι' άμα αφτός του τάφερε από μέσα, τάδωκε εφτύς στον Έβμηλο που με χαρά τα πήρε. 565 Τότε απ' το πάθος βράζοντας σηκώθηκε ο Μενέλας και τον Αντίλοχο έλεγες πως ζήταε να σπαράξει. Κι' ο κράχτης τούβαλε ραβδί στο χέρι, κι' είπε σ' όλους σωπή να κάνουν.

Σιμά εις τους άλλους καρπούς ήτον πλήθος σταφύλια γλυκύτατα, από τα οποία στραγγίζοντάς τα εγέμισα ένα κολοκύθι μούστον· από το τοιούτον είδος των κολοκυθιών ευρίσκοντο πολλά εις κάθε μέρος και χλωρά και ξηρά από διαφόρους χρόνους· ένα από τα ξηρά λαμβάνοντας το επάστρεψα, το εκαθάρισα, και έπειτα το εγέμισα από μούστον και το άφησα εις ένα μέρος έως που να καθαρίση, και βράζοντας να νοστιμίση.

Εκείνος προσκύνησε, σύναξε από χάμου το κιάλι και τα κομμάτια του και χάθηκε. Ο Χαγάνος έμεινε κατάμονος απάνου στο σοφά, βράζοντας από το κακό του Το άγριο αίμα των προγόνων του άναψε και του έπηζε τη σκέψη και τη συνείδηση. Ήθελε να παιδέψη τον Πέτρο το Θεομίσητο· και να τον παιδέψη αλύπητα. Ο Χαγάνος πήδησε από τη θέση του άξαφνα σα να πάτησε φίδι. Αγνάντεψε τον ίδιον το δουλευτή.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν