United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετ' ολίγον επανήρχισα τον γύρον της φυλακής μου και, όχι χωρίς κόπον, έφθασα τέλος εκεί όπου είχα κρεμάσει το κουρελάκι. Κατά την πτώσιν μου είχα μετρήσει 52 βήματα και αφ' ης στιγμής επανήρχισα την πορείαν ηρίθμησα έτερα 48, μέχρις ότου επανεύρον το κουρελάκι, ήτοι το όλον εκατόν βήματα.

Το σχέδιον των διωκτών μου συνέκειτο αναμφιβόλως εις το να επιτείνουν την δίψαν μου, διότι η τροφή που μου είχαν εις τον δίσκον ήτο πολύ αλμυρά. Εκύτταξα εις το κενόν και παρετήρησα την οροφήν της φυλακής μου. Ευρίσκετο αύτη τριάκοντα ή τεσσαράκοντα πόδας υπεράνω της κεφαλής μου και η κατασκευή της παρωμοίαζε προς την των τοίχων.

Δεν διέφυγα τον θάνατον υπό την μορφήν αυτήν ειμή διά να υποστώ κάτι χειρότερον από θάνατον, υπό την μορφήν άλλης αγωνίας. Με την ιδέαν αυτήν, έστρεψα τα ανήσυχα μάτια μου επάνω εις τους σιδηρούς τοίχους της φυλακής. Πασιφανώς κάτι εξαιρετικόν, κάποια σπουδαία μεταβολή, την οποίαν δεν ηδυνήθην ν' αντιληφθώ σαφώς κατ' αρχάς, επήλθεν εις το δωμάτιον.

Πόσον διήρκεσε φυσικά δεν κατώρθωσα ν' αντιληφθώ, αλλά παρετήρησα ανοίξας τα μάτια μου μίαν φοράν ακόμη ότι τα πέριξ αντικείμενα ήσαν ορατά. Μία λάμψις παράδοξος, θειαφένια, της οποίας δεν κατώρθωσα να διακρίνω την προέλευσιν, μου επέτρεπε να διακρίνω την έκτασιν και το σχήμα της φυλακής μου. Είχα απατηθή οικτρώς, ως προς την έκτασιν αυτής.

Η δε Ιωάννα ανεμνήσθη του ονείρου της και των ελπίδων, υφ' ων κατείχετο, ότε εισήλθεν εις το κοινόβιον εκείνο, όπου εύρε μόνον ανίαν, βιβλία παλαιά και σκέψεις οχληράς. «Λιόββα! Λιόββα! πότε θέλεις εκτέλεσει τας υποσχέσεις σουανέκραξε τέλος, σείουσα τας κιγκλίδας της φυλακής της μετ' απελπισίας.

ΛΟΓ. Παύσε καταφλυαρώνκαι δη τυπτέον σε εν τω στόματι ανεδέστατε· αναγινώσκει « τοιγαρούν ο » αστυνόμος συλλαβών ημάς τους αθώους, έθετο » εν τη φυλακή, μηδέν δεινόν εργασμένους·και » προσπίπτομεν εκλιπαρούντες την ημετέραν πα- » νεκλαμπροϋπερενδοξότητα, όπως διατάξηται την » εκ της φυλακής ημών έξοδον. Ίνα η σου το ό- » νομα δεδοξασμένον, και το μέγα έλεος εν τοις » περασιν

Την επομένην ημέραν τω όντι η Κυρά Ρήνη, καμφθείσα υπό των δακρύων και των παρακλήσεων της Μάρως, απέλυσε τον Γιάννο της φυλακής του και του επέτρεψε να παίξη μαζί της εις την αυλήν. Τα δύο παιδία ερρίφθησαν εις τας αγκάλας το έν του άλλου μετά θέρμης. — Γιάννο μου, σ' επεθύμησα. — Κ εγώ, Μάρω μου. . . Δεν ετόλμησαν όμως να ειπούν περισσότερα.

Βράζοντας ο λαός από μίσος με τα όσα έπαθε, πηγαίνει κατόπι και σπάνει τις θύρες της φυλακής, τονέ θανατώνει, φορτώνει το κορμί του σε καμήλα και το ρίχτει στη θάλασσα. Χολόσκασε ο Ιουλιανός σαν τάκουσε όλ' αυτά.

Κ' έπεφτε αλύπητο, εκατέβαινε γοργό και γλίγωρο, βαρύ και ολόχοντρο το μουσκεμένο το σκοινί, πάνω στα παραλυμένα κορμιά, που εκατάπεφταν οι άμοιροι ξέψυχοι από το πολύ τουμπάνισμα, χωρίς ούτε άχνα να μπορούν να βγάλουν. Ήταν πάλι σήμερα ο Βλαχογιώργος αρχιφύλακας πάνω στα φοβερά μπουντρούμια της φυλακής, που λες κ' είνε θαμένα μες τη γη, μόνο ένα στεφάνι ουρανό απάνωθε ξανοίγουν.

Ο κοιτών του κοινοβίου ωμοίαζε τους βοτανικούς εκείνους κήπους, όπου άνθη παντοία, διαφέροντα κατά το χρώμα, την οσμήν και την πατρίδα, αλλ' αδελφά κατά το κάλλος, θάλλουσιν αιχμάλωτα εντός υαλίνης φυλακής.