Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Κ' έπεφτε αλύπητο, εκατέβαινε γοργό και γλίγωρο, βαρύ και ολόχοντρο το μουσκεμένο το σκοινί, πάνω στα παραλυμένα κορμιά, που εκατάπεφταν οι άμοιροι ξέψυχοι από το πολύ τουμπάνισμα, χωρίς ούτε άχνα να μπορούν να βγάλουν. Ήταν πάλι σήμερα ο Βλαχογιώργος αρχιφύλακας πάνω στα φοβερά μπουντρούμια της φυλακής, που λες κ' είνε θαμένα μες τη γη, μόνο ένα στεφάνι ουρανό απάνωθε ξανοίγουν.
Τα βουνά θα ξανοίγουν κι αυτά κάπου κάπου με τα καθάρια, γαλάζια έλατά τους με τα καμπυλογραμμένα πλάγια τους, πλημμυρισμένα στον ξανθό ήλιο που θα λυόνη τα χιόνια τους, και θάνε τόσο μικρά, τα μεγάλα και περήφανα αυτά βουνά, μπροστά στην τόση αγάπη κ' ευτυχία μας.
Το θυγάτριον της Μαρούσας ήτο ήδη τεσσάρων ετών, και ούτε ο πατήρ είχεν ιδεί ποτέ το τέκνον, ούτε αυτό εγνώριζε την όψιν του πατρός. Κατ' εκείνον τον καιρόν, μαζύ με την ανάπτυξιν του εμπορίου και της συγκοινωνίας, είχαν αρχίσει να ξανοίγουν κάπως και τα ήθη εις τον μικρόν, απόκεντρον τόπον.
Και απέμεινεν ο παπά-Κονόμος μόνος, ολομόναχος, με μόνον το πετραχείλι του, απαράκλητος και απαρηγόρητος, προσπαθών να εύρη αναψυχήν εις μίαν μεγάλην αγροτικήν εργασίαν την οποίαν ήρχισε πίσω εις την Κεχριά, μίαν δασώδη οροσειράν, προς το δυτικόν μέρος της νήσου, όπου άρχισαν τελευταίον οι νησιώται να ξανοίγουν αγρούς.
Άλλα πάλι έπιασαν ταμπούρια ασύγκριτα τις μεγάλες τις αβλόπορτες, να μάχωνται όξω στ' ανοιχτά· να τρυπώνουν και στις αβλές μέσα, αν θα τους τσάκιζε ο εχτρός καμιά φορά· να του κλειούν και τα θυρόφυλλα μπροστά· να μην τους ξανοίγουν καθόλου μέσα τα βόλια.
Όταν άφησα το κατάρτι, το μπάρκο ήταν πολύ μακριά. Τόρα δεν έμοιαζε παρά με νυχτερίδα, της ερημιάς και των τάφων βασίλισσα, που σιγοπετά θεότυφλη μέσα σε χρυσορρόδινη ατμόσφαιρα. Κάπου άρχιζαν να ξανοίγουν τα θεμέλια τ' ουρανού, αργά όμως σαν να επάλαιβαν μεταξύ τους οι καιροί κ' έμενεν η Φύσις αναποφάσιστη ακόμη.
Το κατάφερα κ' έχω χαρά. Κρίμα που δεν είσαι πλάγι μου να σε δείξω μια βάρκα βαρκούλα μικρή που αρμενίζει αλάργα στο γιαλό. Τι νόστιμη, τι χαριτωμένη, τι μικρούτσικη μικρουλή που φαίνεται αλήθεια από δω απάνω στο βουνό! Μόλις τα μάτια σου την ξανοίγουν και μοιάζει σαν τιποτένια. Κι όμως, παιδάκι μου, μη φοβάσαι. Έφτειαξα μια βάρκα για σένα που δεν μπορεί φουρτούνα να τη χαλάση.
Γυρνούνε από τα έργα τους η λυγερές, γυρνούνε Με τα ζαλίκια αχ' τη λογγιά, με τα σκουτιά αχ' το πλύμα, Με τες πλατιές των τες ποδιές σφογγίζοντας τον ίδρω· Και 'ςόποιο δέντρο κι' αν σταθούν, 'ς όποιο κοντρί ακουμπήσουν. Εις το μουρμούρι του κλαριού, εις την θωριά του βράχου Γλυκόν γλυκό και πρόσχαρον χαιρετισμό ξανοίγουν: — «Γεια και χαρά 'ς τον κόσμο μας, 'ς τον ώμορφό μας κόσμο!»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν