United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με το χέρι, με το ποδάρι, με το κεφάλι, χτύπα. Του κάκου. Δεν γκρεμνά. Τίποτις δε βλέπω. Ώρες, μήνες, χρόνια περνούσαν και τίποτις δεν έβλεπα. Ποιος το λέει πώς δεν μπορεί μάτι αθρώπου να κοιτάξη τον ήλιο; Στον ήλιο μέσα να ζούσα, δε θα μου έφτανε το φως του. Να φύγη, να ξεσκορπιστή το χάος αφτό που με σκοτώνει. Έπρεπε να γίνη, αφού την αγαπούσα! Είναι βράχος μια τέτοια νύχτα.

Σαν κάτι να περίμενε, κάτι που έμελε να γίνει και στο αναμεταξύ γυρόφερνε στο χωριό, μεθούσε από τον ήλιο μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας. Το χωριό, λευκό κάτω από τα γαλάζια βουνά τα ολοκάθαρα σαν φτιαγμένα από μάρμαρο και αέρα, φλέγονταν σαν να ήταν ασβεσταριά.

Η καλή μας τύχη πούχε καν κοντοπούρναρα ξηρά το χάνι μέσα. Τους βάλαμε φωτιά και κάμαμε μια τζόρα για να στεγνώσουμε. Απόξω, ανασταλάζοντας ο ουρανός, σουρούπωσε. Άστοχα από τη σκοτεινάδα της μπόρας βρεθήκαμε 'ςτον ίσκιο της νύχτας που πρόβαινε αγαλιγάλι. Τον ήλιο δεν τον ξανάειδαμε ως την αυγή.

Και τους επίκραινε όταν έπεφτε στα χέρια τους κανένα ταγάρι, που είχανε το φαΐ τους σ' αυτό, ή όταν έβλεπαν κανένα καρδάρι από όπου είχανε πιει μαζί, ή σουραύλι αδιάφορα πεταμένο, που ήτανε χάρισμα ερωτικό. Παρακαλούσανε λοιπόν τις Νύμφες και τον Πάνα να τους γλυτώσουν από τα βάσανα τούτα και να δείξουν κάποτε πια σ' αυτούς και στα κοπάδια ήλιο.

Τον Ήλιο τότες η κυρά του Κρόνου κόρη, η Ήρα, τον στέλνει κάτου στ' Ωκιανού το ρέμα αθέλητά του 240 πίσω να πάει. Και βούτηξε ο Ήλιος, κι' οι Αργίτες τους χτύπους πια τους άσπλαχνους σκολνούν και τους πολέμους.

Τα νερά του χαδέβουν τους τοίχους και τα γεφύρια· αντανακλούν τα παλάτια και τους λόφους, τον τρεχάμενο λαό και το φιλόσοφο. Αργοπορεί το κύμα σα να θέλη να σταθή, για να χαρή ακόμη μια στιγμή την πόλη και την ομορφιά της. Τη νύχτα με το φεγγάρι, την ημέρα με τον ήλιο, ζουγραφίζει μέσα του ο ποταμός το κάθε πράμα και βγάζει την ωραία εικόνα που βλέπει. Η μια πόλη κοιτάζει την άλληνα μέσα στο νερό.

Τρέξε, σώσε μια ψυχή. Κράτα το μυστικό. Πάρε αυτό.» Η Καλίνα όμως έτρεμε στηριζόμενη στο δεμάτι της από ξύλα που απέναντι από τον κρεμεζί ήλιο της φαινόταν μαύρο σύννεφο. Δεν μπόρεσε έτσι ν’ απλώσει το χεράκι της και τα χρυσά νομίσματα που της έδινε εκείνη τη στιγμή ο Βαρόνος έπεσαν καταγής. Εκείνος εξαφανίστηκε.

Πάντα η φωνή του πραματευτή στο φτωχό δρόμο — η φωνή του στον ήλιο που βασιλεύει! Η φωνή του είν' ο καιρός που μας χτύπησε. Η φωνή του είν' η μέρες που δεν ξανάρχονται. Η φωνή του είν' η γνώση που μας επίκρανε. Και συ δεν ξέρεις τίποταόταν το ημιτόνιο της μελωδίας σου λυώνει στο φλογισμένον ορίζονταπραματευτή με τα νήματα και της δαντέλλες!

Τα βουνά θα ξανοίγουν κι αυτά κάπου κάπου με τα καθάρια, γαλάζια έλατά τους με τα καμπυλογραμμένα πλάγια τους, πλημμυρισμένα στον ξανθό ήλιο που θα λυόνη τα χιόνια τους, και θάνε τόσο μικρά, τα μεγάλα και περήφανα αυτά βουνά, μπροστά στην τόση αγάπη κ' ευτυχία μας.

Είτανε μια καλοκαιρινή πρωινή, εικοσιμιά του Θεριστή, και μπόρεσε πρώτη φορά να βγη ως το κατώφλι με τη Μαριώ, και να καθίση να δη τον ήλιο που έβγαινε. Ο γέρος έλειπε αποβραδίς στο Παλιόκαστρο, μαζί μάλλους πολλούς. Η γριά συγύριζε μέσα, και το νιόπαντρο ζευγάρι έκαμνε κουβέντα με τους γειτόνους. Άξαφνα ακούγουνται απανωτές κανονιές από τη θάλασσα.