United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σηκώνουνταν αγριοπερίστερα κάποτε, καθώς περνούσα. Κάργιες φτερούγιζαν πολλές μαζί, φωνάζοντας πάντα. Από ψοφίμια, τα σκουπίδια και τα κουρέλια που σύναζαν τους σκύλους και τα όρνια, έβγαζε η μεσημεριάτικη λάβρα μια βρώμα θεόρατη. Ο ήλιος είχε πιει το ζουμί των χορταριών, και αφού τάφησε ξερά, τα έκαψε ύστερα.

Ένα πρωί η ντόνα Έστερ, που κοιμόταν στο δωμάτιο του ισογείου για να τον προσέχει, σηκώθηκε νωρίς, τακτοποίησε τα πράγματα παραμιλώντας χαμηλόφωνα, και σκύβοντας για να του δώσει να πιεί μια μικρή κούπα γάλα του είπε: «Άντε, Έφις, να είσαι χαρούμενος! Σήμερα ο Πρέντου θα ορίσει τη μέρα του γάμου. Είσαι ευχαριστημένος

Ο Τζατσίντο όχι μόνο δεν εντυπωσιάστηκε αλλά έβαλε να πιεί και είπε σκεφτικός: «Ναι, και σ’ εμάς η τοκογλυφία έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις….. Ο ανιψιός του καρδινάλιου Ραμπόλα έτσι καταστράφηκε!....» Μετά το δείπνο θέλησε να βγει. Ρώτησε πού ήταν το ταχυδρομείο και η Νοέμι τον οδήγησε μέχρι τον δρόμο και του έδειξε την μικρή πλατεία στο βάθος προς το σπίτι του Μιλέζου.

Και τους επίκραινε όταν έπεφτε στα χέρια τους κανένα ταγάρι, που είχανε το φαΐ τους σ' αυτό, ή όταν έβλεπαν κανένα καρδάρι από όπου είχανε πιει μαζί, ή σουραύλι αδιάφορα πεταμένο, που ήτανε χάρισμα ερωτικό. Παρακαλούσανε λοιπόν τις Νύμφες και τον Πάνα να τους γλυτώσουν από τα βάσανα τούτα και να δείξουν κάποτε πια σ' αυτούς και στα κοπάδια ήλιο.

Κοντά το μεσημέρι, ο Αποστόλης, αφού είχε φάγει πολλούς λουκουμάδες και τηγανίτες στα σπίτια και είχε πίει υπέρ τα είκοσι ροσόλια, ρόμια και ρακιά, φέρων αδιακόπως την χείρα εις τον κόλπον του, εξάγων στραγάλια και μασσών εις τον δρόμον, έφθασεν εις την γειτονιάν του Τζαφέρη. Βλέπει την μικράν κάθετον γραμμήν εις την θύραν τούτου και αδιστάκτως εισέρχεται.

Με τοιαύτην τακτικήν εκαλοπερνούσαν εις τας εκλογάς οι δύο αγαπημένοι φίλοι. Είχον δε πίει την ημέραν εκείνην όχι ολίγα εις βάρος αμφοτέρων των κομμάτων. Ο Μανώλης ο Πολύχρονος εγερθείς μετέβη όπισθεν του λογιστηρίου, όπως είχε κάμει προ μικρού ο Λάμπρος ο Βατούλας, και ήρχισε να ομιλή εις το ους του καπήλου.

Η γυναίκα και ο Έφις έτρεξαν κοντά του, αλλά δεν μπόρεσαν να τον κάνουν να κρατήσει όρθιο το κεφάλι. «Πρέπει να τον ξαπλώσουμε», είπε η γυναίκα, «θα του δώσω τώρα λίγο ποτό να πιεί. Βάλ’ τον κάτω, βοήθησέ μεΤον έβαλαν κάτω, αλλά οι σταγόνες από ένα πράσινο υγρό που εκείνη προσπάθησε να του χύσει στο στόμα επάνω στα κλειστά δόντια, του χύθηκαν στο σαγόνι. «Μοιάζει πεθαμένος.

Βέβαια, καθώς θα το ακούστε σε λίγο, ποτέ ο Βασιληάς Μάρκος, με όλη την αγωνία, τα μαρτύρια, και τα τρομερά αντίποινα, ποτέ δε μπόρεσε να βγάλη από την καρδιά του ούτε την Ιζόλδη ούτε τον Τριστάνο: αλλά μάθετε, άρχοντες, ότι δεν είχε πιεί από το μαγεμένο κρασί. Ούτε φαρμάκι, ούτε μαγεία: μονάχα η ευγενική τρυφερότης της καρδιάς του τού ενέπνευσεν αυτήν την αγάπη.

Και τους θεούς, σαν έφτασε, τους βρήκε συναγμένους στον πύργο μέσα του Διός, κι' όταν την είδαν, όλοι 85 σηκώθηκαν κι' εφτύς να πιει της πρόσφερναν ποτήρια. Μα αφτή τους άλλους άφισε, και παίρνει το ποτήρι τη Θέμης, πρώτη πούτρεξε να την καλοσορίσει και πρώτη που της μίλησε δυο φτερωμένα λόγια «Ήρα, γιατί ήρθες; Φαίνεσαι σαν τρομασμένη. Ξέρω, 90 θα σ' αποπήρε ο άντρας σου, ο γιος του γέρο-Κρόνου

Αι σκέψεις του πικρού ποτηρίου το οποίον έμελλε εν συντόμω να πίει ήτον αναμφιβόλως παρούσα εις Αυτόν, αλλά παρούσα μόνον υπό την έποψιν της υψιλής θυσίας και του υπερτάτου σκοπού της αγάπης τον οποίον έμελλε να πληρώση.