United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλην τέλος λέγω: «Τι ζητείς » Μεςτο βαθύ σκοτάδι; « Μανούλα μου, το μνήμα του » Αφίνει ο πεθαμένος;» » — Κι' όμως εγώ για σένανε, » Για σένανε, παιδί μου, » Αυτή την ώρα, τέκνο μου, » Τ' αφήκα. — » Η φωνή μου Και πάλι τότ' εσβύσθηκε, Μένω βουβός, σκιαγμένος.

Κ' επανέλαβεν: — Ο βλοημένος ήρθε να ξεχιονίσ'! Αυλή τ' νάτανε, και πάλι δεν θα μπορούσε, σαν δεν πάινε ο κολλήγας του. — Δε μ' λες, Κομποδήμο, προσέθηκέ τις των ναυτικών αστεϊζόμενος, λυόν' ο πεθαμένοςτο χιόν'; — Ξέρου κι' 'γώ; Δε δουκίμασα! — Τι κάθεσθε και λέτε; παρετήρησεν έτερος των ναυτικών.

Αλλά, με κλάμματα εκείνη κουνούσε το κεφάλι και δεν ήθελε να τον πιστέψη. — Αλλοίμονο, είπε ο Ογκρίν, πώς να παρηγορήση κανείς πεθαμένους; Μετανόησε, Τριστάνε· γιατί, όποιος ζη στην αμαρτία χωρίς να μετανοή, είναι πεθαμένος. — Όχι! είμαι ζωντανός, και ούτε μετανοώ. Θα γυρίσουμε στο δάσος που μας προστατεύει και μας φυλάει. Έλα, Ιζόλδη, φίληΣηκώθηκε η Ιζόλδη. Πιάσθηκαν από τα χέρια.

ΑΡΓΓΑΝ Πώς δηλαδή; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Όπου κι' αν είναι θάρθ' η κυρία. Ξαπλωθήτε σ' αυτή την πολυθρόνα και κάνετε πως είστε πεθαμένος. Θα δήτε πόσο θα λυπηθή όταν θα της το πω. ΑΡΓΓΑΝ Ναι, ας το κάνωμε. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ναι, αλλά να μη την αφήσετε πολλή ώρα στην απελπισία της, γιατί μπορεί και να πεθάνη ΑΡΓΓΑΝ Έννοια σου, ξαίρω εγώ. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Εσείς κρυφθήτε σ' εκείνη εκεί τη γωνιά.

Δεν είναι ο άνεμος. Ο αέρας είναι πεθαμένος. Πνίγομαι. — Κ' εγώ. Βλέπεις εκεί κάτω; — Βλέπω. Είν' ένα μαύρο σημάδι.... — Ένα μαύρο σημάδι σαλεύει. Αυτό είναι. — Τι είναι; — Αυτό είναι η πηγή του θρήνου. Αυτό είναι. — Τόσο μικρό; Σαν μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι απέραντος. — Ναι απέραντος. Πλατύτερος απ' τον ουρανό. — Πλατύτερος. Πιο βαρύς απ' τα μεγάλα βουνά.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Όχι, Κλεάνθη, μη μιλής πλέον γι' αυτό· ας αφήσωμε κάθε σκέψι γάμου. Ύστερα από τη στέρησι του πατέρα μου δε θέλω να μπω πλέον στον κόσμο, ποτέ πλέον. Δέξου, πατέρα μου, την υπόσχεσί μου και άφησέ με να σε φιλήσω για να σου δείξω την αγάπη μου. ΑΡΓΓΑΝ Έλα, μη φοβάσαι· δεν είμαι πεθαμένος. Είσαι αίμα μου, είσαι αληθινή μου κόρη και είμαι ενθουσιασμένος που γνώρισα τον καλό σου χαρακτήρα.

Και δίπλα εκεί να ιδής, καλέ μου φίλε, καπετάνιε μου, επάνω εις ένα καναπέ ολόχρυσον ωσάν εις ένα θρόνον τον Άγιον Βασιλέα, οπού κοιμάται, και με τους ανασσασμούς του κονταναιβαίνει το στήθος του, σαν όταν κοιμάται ένας ζωντανός. Φορεί το στέμμα και κρατεί το σκήπτρον του ωχρός σαν πεθαμένος, πλην μαλακά τα μέλη του σαν ζωντανός . . .

Η γυναίκα και ο Έφις έτρεξαν κοντά του, αλλά δεν μπόρεσαν να τον κάνουν να κρατήσει όρθιο το κεφάλι. «Πρέπει να τον ξαπλώσουμε», είπε η γυναίκα, «θα του δώσω τώρα λίγο ποτό να πιεί. Βάλ’ τον κάτω, βοήθησέ μεΤον έβαλαν κάτω, αλλά οι σταγόνες από ένα πράσινο υγρό που εκείνη προσπάθησε να του χύσει στο στόμα επάνω στα κλειστά δόντια, του χύθηκαν στο σαγόνι. «Μοιάζει πεθαμένος.

Αυτή η τομή μ' έκανε να βγάλω μια τρομερή φωνή, που ο χειρούργος μου έπεσε τ' ανάσκελα· και νομίζοντας, πως έσκιζε το διάβολο, έφυγε πεθαμένος του φόβου και μάλιστα, καθώς έτρεχε, γκρεμίστηκε από τη σκάλα.

Ευρίσκετο ήδη εις το «πώς παρεδόθημεν τη φθορά». Ο δε φίλος μου απελπισθείς πλέον ότι ηδύνατο να τον επαναφέρη εις την τάξιν, εβοήθει και αυτός συμψάλλων. Έκλαιον και οι δύο. Τα ώτα μου εβόμβουν χειρότερον ήδη. — Είμαι πεθαμένος, είπα τότε τρέμων. Και έκλεισα τους οφθαλμούς μου. Ούτε να βλέπω, ούτε ν' ακούω, από τα σύγχρονα παράδοξα.