Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Απελπισθείς ο έπαρχος εβύθισε την χείρα εις τον κόλπον του και εκλέξας διά της αφής μεταξύ πολλών και διαφόρων εγγράφων, εξήγαγε την Εφημερίδα της Θήρας, προ ημερών ληφθείσαν, και ήρχισε ν' αναγινώσκη το κύριον άρθρον, μολονότι το εγνώριζε πλέον εκ στήθους, λυπούμενος ότι δεν ηδύνατο να το αναγνώση υψηλή τη φωνή, εις επήκοον του φοιτητού και της κομψής κυρίας.

Επί τέλους δε απελπισθείς, τον αφήκε στην οργήν του Θεού. Θέλω, παιδί μου, νάχης χίλια πρόβατα, μα σα δε θες εσύ, ουρά μην αποτάξης. Και θα δούμε ποιος θα το μετανοιώση. Εις την ερημίαν, εις την σιγήν των βουνών και των χειμαδίων, ο Μανώλης δεν εβράδυνε να εξαγριωθή τελείως. Εις τούτο δε συνετέλεσε μεγάλως και η φοβερά ανάμνησις του σχολείου.

Απελπισθείς ν' ανοίξη τους οφθαλμούς του καλού εκείνου χριστιανού, φοβουμένου το φως ως αι νυκτερίδες τας ακτίνας του ηλίου, έπαυσε συζητών και επεχείρει ήδη να καταστήση τα είδωλα αυτού βδελυρά και γελοία εις τους παρεστώτας. Εκτυλίσσων της παπικής ιστορίας τα ρυπαρώτερα φύλλα και παν όνειδος και πάσαν κηλίδα εκείθεν συλλέγων κατέπτυεν ως εχίδνης σύελον εις το πρόσωπον του πτωχού ιερέως.

Αλλά διατί ανεχώρουν εκ Νεαπόλεως διευθυνόμενοι προς άρκτον; Μη ο γέρων απελπισθείς ήθελε να επαναφέρη την θυγατέρα εισέτι ζώσαν εις τας αγκάλας μητρός, περιμενούσης εναγωνίως να την επανίδη; Ή μη επεθύμει να ίδη την θυγατέρα του αποθνήσκουσαν εκεί όπου η μήτηρ της απέθανε, και να την ενταφιάση πλησίον της συζύγου του, εις τον τάφον εντός του οποίου ήθελε και αυτός να αναπαυθή;

Συγχρόνως ο Λάμπρος ο Βατούλας απελπισθείς ότι θα τον ενόει ποτέ αυτός ο «χονδροκέφαλος», ο Νικολάκης το Τρυποκαρύδι, έστρεψε τα νεύματα και τας χειρονομίας του προς τους εν τη άλλη λέμβω, και ήρχισε να τους χαιρετίζη με το καπέλλον, με το μανδήλιον και με την φωνήν: — Καλώς, ορίστε, κύριοι! Ορίστε στο κόττερο! κύριε Γεροντιάδη! κύριε Καψιμαΐδη! κύριε Χαρτουλάριε! ορίστε!

Ο δε Κλεάνθης ο μαθητής και διάδοχος του Ζήνωνος ήτο ενενήκοντα και εννέα ετών ότε έπαθεν έλκος του χείλους και απελπισθείς απεφάσισε ν' αποθάνη εξ ασιτίας• αλλ' εν τω μεταξύ λαβών επιστολάς οπαδών του, έφαγε διά να δυνηθή να εκτελέση τα παραγγελλόμενα• έπειτα πάλιν παύσας να τρώγη απέθανεν εξ ασιτίας.

Ευρίσκετο ήδη εις το «πώς παρεδόθημεν τη φθορά». Ο δε φίλος μου απελπισθείς πλέον ότι ηδύνατο να τον επαναφέρη εις την τάξιν, εβοήθει και αυτός συμψάλλων. Έκλαιον και οι δύο. Τα ώτα μου εβόμβουν χειρότερον ήδη. — Είμαι πεθαμένος, είπα τότε τρέμων. Και έκλεισα τους οφθαλμούς μου. Ούτε να βλέπω, ούτε ν' ακούω, από τα σύγχρονα παράδοξα.

Και ο Μπάρμπα Δήμας μη έχων να πληρώση τα χρέη του, διότι εχρεώθη κρυφά από την γυναίκα του, ίνα πλειοδοτήση κατά την δημοπρασίαν, μετά τινα έτη, αυξηθέντος του χρέους, απελπισθείς ότι θα ηδύνατο πλέον να το εξοφλήση, ηναγκάσθη να παραχωρήση εις τον δανειστήν μέρος από τα δύο μοναστηριακά του, αν και μετά μεγάλης λύπης.

Αυτός δεν είχε την τόλμην να της ενθυμίση το μέγα εκείνο γεγονός. Επί τέλους απελπισθείς ήρχισε να σχεδιάζη μίαν φράσιν· αλλ' άμα ήνοιγε τα χείλη του, η γλώσσα του παρέλυεν. Ευκολώτερα θα εξέφραζε με τα χέρια και με τα χείλη του ό,τι ήθελε να είπη.

Όθεν απελπισθείς συνεμορφώθη προς τας οικογενειακάς συμβουλάς, απεφάσισε δηλαδή να γίνη έμπορος και μετέβη εις Ρουμανίαν.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν