United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και άλλοτε μεν εγέλα ο κύριος της λέγων ότι το έφαγε διότι επείνα, όχι διότι ήτο νόστιμον· σήμερον όμως εθύμωσε, εθύμωσε δε όχι διά την απόκρισιν αυτήν καθ' εαυτήν, αλλά διότι σήμερον ίσα ίσα δεν είχε λόγον αιτιάσεως κατά της μαγειρικής τέχνης της Φλουρούς.

Έβαλαν το πλήθος να καθίση επί του εδάφους, και ήρχισαν να διανέμωσι προς αυτούς τα τεμάχια των θαυμασίως πολλαπλασιασθέντων επτά άρτων και των ολίγων ιχθυδίων· και εσήκωσαν τα περισσεύματα επτά σπυρίδας πλήρεις, αφού το πλήθος, τετρακισχίλιοι άνδρες, χωρίς γυναικών και παιδίων, έφαγε και εχορτάσθη. Και είτα ο Κύριος και οι μαθηταί Του απέπεμψαν το πλήθος χαίρον και ευγνωμονούν.

Αλλοίμονο, κοπέλλα μου, της είπε. Αυτός δεν είναι πια στον απάνω κόσμο. Μέσα στα σπλάχνα της γης, μέσα στους άγριους τους τόπους, έφαγε τα νιάτα του, γυρεύοντας την τύχη του. Δεν τον βοήθησε ο Θεός. Βγήκε χλωμός, με την ψυχή στο στόμα απ' τα σκοτεινά λαγούμια της γης, για να ξαναμπή πάλι για πάντα. Και τα μάτια του ξένου τρέχανε δάκρυα.

Άλλοι όρθιοι και σκονισμένοι και αυτοί ορμούν ο είς εναντίον του άλλου και κτυπιούνται και λακτίζονται. Ένας από αυτούς φαίνεται ότι πτύει τα δόντια του μαζή με το αίμα και την άμμον που έχει γεμίσει το στόμα του του κακομοίρη. Ως βλέπεις, έφαγε γροθιά στο σαγώνι.

Εν αυτοίς δίεκρίνοντο ο Πάτερ Ματθαίος, εκ του στόματος του οποίου εξήρχοντο σκώληκες διά την υπερβολικήν νηστείαν· ο Αθανάσιος, όστις ουδέποτε ένιψε το πρόσωπον ή τους πόδας του ουδ’ έφαγε μαγειρευμένον φαγητόν, διότι οσάκις έβλεπε το πρόσκαιρον πυρ του μαγειρείου ενθυμείτο το άσβεστον πυρ της Κολάσεως, και ο Μελέτιος του οποίου το σώμα εκαλύπτετο από έλκους πονηρού ως του Ιώβ.

Που θα πη, εμείς δεν την έχομε, είπεν εκείνος με πείσμα και εστράφη να φύγη γρήγορα, χωρίς να περιμένη ν' ακούση την απόκρισι της Σμαραγδούλας, η οποία σαν να είχεν αρχίση να λυγίζεται. Στα ερωτικά δεν ήταν τεχνίτης ο Ζώης και άκουε περισσότερο το πείσμα του, κι' αυτό τον έφαγε.

Έδραμεν η Ψυχή εκεί, και προς ευχάριστον έκπληξίν της εύρε τράπεζαν εστρωμένην και όψα επ' αυτής πολλά. Καθίσασα δε . . έφαγε, διότι επείνα πολύ.

Κι' οι άλλοι σε λιγάκι κοντοζυγώνουν, τα γοργά χτυπώντας άλογά τους. 275 Κι' έπιασε πρώτος του Λυκά ο γιος ναν του μιλήσει «Σκληρόκαρδε πολεμιστή, γιε του λαμπρού Τυδέα, λοιπόν δε σ' έφαγε η γοργή ρηξά, η πικρή σαΐτα· μα ας δούμε πάλι αν θα σε βρω με το κοντάρι τώρα

Αλλά και ολίγον προ του θανάτου του, προ εννέα περίπου ημερών, επειδή, νομίζω, έφαγε περισσότερον του δέοντος, κατελήφθη την νύκτα υπό εμέτων και σφοδροτάτου πυρετού.

Του χωρισμού σου την πληγή πώς να τη βγάλω πέρα, Που να με καίγη αρχίνησε σα φλόγα νύχτα ημέρα; Του χωρισμού σου του πικρού το θλιβερό τον πόνο Μέραις θαρρώ πως τον βαστώ, μον δε βαστώ το χρόνο. Του χωρισμού το μέριμνο στο τέλος θα με σώσει, Και τη ζωή για γλήγορα θελά μ' αποσηκόσει. Κι' ο άλυσος κι' η φυλακή μ' εσένα είναι παιγνίδι. Στο χωρισμό σου μ' έφαγε πικρό και μαύρο φίδι.