United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τόρα, ενώ έστριφε την μέταξαν, παρετήρει αδιακόπως τα δύο παιδία, προσέχουσα και εις τας ελαχίστας κινήσεις και εις τους απλουστέρους λόγους των: — Κύτταξε· θα σε βγάλω να παίξης με τη Μάρω, είπεν εις τον Γιάννο όταν επήγε να τον απολύση· μα μην της ειπής λόγο γιατί φίδι που σ' έφαγε!

Γιατί ο Βασιληάς της Ιρλανδίας εδήλωσε με το δημόσιο κήρυκα ότι θα δώση την κόρη του την Ιζόλδη την Ξανθή σε όποιον σκοτώση το τέρας, Αλλά το τέρας τους έφαγε όλους». Ο Τριστάνος αφήνει τη γυναίκα και γυρίζει στο καράβι του. Οπλίζεται μυστικά, και θάτανε ώμορφο νάβλεπε κανείς από αυτό το καράβι των εμπόρων να βγαίνη τόσο πλούσιο πολεμικό άτι και τόσο υπερήφανος καβαλλάρης.

Τότ' είπες, Πάτροκλε αλογά, με στεναγμούς και κλάμα 20 «Ω αδέρφι, του Πηλέα γιε, των Αχαιών αθέρα, συμπάθα· τι άγρια το στρατό φουρτούνα συνεπήρε. Τι όσοι είταν πριν οι πιο καλοί, από σαΐτες όλοι κι' από κοντάρια κοίτουνται στα πλοία χτυπημένοι. Σαΐτα του Τυδέα ο γιος, και κονταριά ο Δυσσέας, 25 έφαγε κονταριά κι' ο γιος τ' Ατρέα ο Αγαμέμνος· κι' έχει αρπαγμένα στο μερί σαΐτα ο γιος του Βαίμου.

Είπε να φέρουν το φαγητό στο δωμάτιό του και, αφού έφαγε επήγε έφιππος έξω στον έπαρχο, τον οποίον δεν ηύρε στο σπίτι του. Περπατούσε συλλογισμένος στον κήπο εδώ κ' εκεί και φαινότανε ότι ήθελε σ' αυτές τις τελευταίες του στιγμές να μαζέψη στην ψυχή του όλη τη δυσθυμία των αναμνήσεων.

Ο Σπύρος δεν ακούονταν, τον είχε καταβάλει ο κόπος του δρόμου, κι' άμα έφαγε, ακούμπησε στον τοίχο κι' αποκοιμήθηκε, έχοντας προσκέφαλο το δισάκκι του, στρώμα τη βελεντζούλα του και σκέπασμα την κάππα του. Η πρόταση ν' αναθέσουν την κρίση στο παιδί, είχε γείνει δεχτή απ' όλη τη συνοδεία. — Ναι, ναιακούονταν ανάμεσα στες κουβέντες τους. — να ξυπνήσωμε το παιδί να τους κρίνη.

« Η άτιμη η προδοσιά »Του Γώγου του Μπακώλα » Μας έφαγε. Μας έκαμε » Να βγούμε 'ντροπιασμένοι » Φώναζα γω δεν μ' άκουγαν. »'Σ το λόγκο σκορπισμένοι » Φεύγουν. Τα παλληκάρια μας » Εφοβηθήκαν όλα.» «'Στο Μεσολόγγι πέρασα » Τότ' έρημος, μονάχος. » Ξημέρωναν Χριστούγεννα » Γιορτάσαμε τη μέρα » Με του Βριώνη τη σφαγή· »'Στή μάχη την υστέρα, »'Σ ταις βόμβαις του καθόμουνε «'Στή ντάπια μου 'σα βράχος

Και πέντε φορές έφαγε από πενήντα δραχμές του πατέρα μου, για ν' αγοράση τα υλικά. Έτρωγε τα χρήματα και πάλι τα ίδια. Έτσι μου τον άφησε κληρονομιά ο πατέρας μου. Τελείωσαν τα βάσανα του μακαρίτη κι' άρχισαν τα δικά μου. — Καμμιά επιστασία, μάτια μου, να συχωρεθή ο γέρος, ο καλός άνθρωπος. Αυτή ήταν η κουβέντα του σε κάθε του επίσκεψι. Φρόντισα κάποτε και τον έβαλα σ' ένα εργοστάσιο. Θυρωρός!

Μα τα φθονερά κορίτσια λέγανε πως πέθανε κι' αυτή απ' την αγάπη, πως ένας κρυφός καϋμός την έφαγε για τον άσχημο άνθρωπο και πως όλα γίνονται στον κόσμο. Κανένας όμως δεν το πίστεψε.... Έτσι ο άσχημος άνθρωπος σε λίγο καιρό πήρε μαζή του την αγάπη του, και δεν την άφησε να την χαρή άλλος κανένας στον κόσμο.

« Φεύγει ο Μουχτάρης σου! . . » Φεύγει, Φροσύνη! . . » Και 'σένα μόναχη, » Έρμη σ' αφίνει.» « Κλάψε! Φροσύνη μου. » Την μοναξιά σου! » Φροσύνη! Σ' έφαγε » Η ωμορφιά σου!..» Απ' το τραγούδι 'γνώρισα Πως ήταν η Φροσύνη, Η Βασιλική τ' Αλή-Πασσά, Κ' η Δέσπω του Λιακάτα. · Κ' εκείναις π' ακολούθαγαν Την ίδια τους τη στράτα, Με το τραγούδι. Αι Δεκαφτά Που πνίξαμε με 'κείνη.

Σε καρτερώ! του απάντησε ο Ισλιάμ Μπέντος. Ο Καραϊσκάκης, νευρικός κι' ανυπόμονος, έτρεμε πριν αρχίση ο πόλεμος. Κοντά του ήταν ο Τσάκας, πελώριος παληκαράς, παλιός του σύντροφος. Γυρίζει και λέειτον Καραϊσκάκη·Τι τρέμεις, ωρέ Γύφτο; Φοβάσαι; Και του τραβάει έναν κατακέφαλο. Τον έφαγε καλόν, χωρίς να θυμώση ο Καραϊσκάκης. Γύφτος ήταν το παράνομά του, γιατί ήταν μελαψός.