United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του λέγουν οι Δαιμόνοι: « Αλή-Πασσά! τι έκαμες »'Σ τον κόσμο; Πόσοι φόνοι » Εγίνηκαντο βίο σου; ...» Και λέγει ο Βεζύρης: « Πρώτα και πρώτα 'σκότωσα » Την Εμηνέ, αφέντες, » Την Εμινέ, την πρώτη μου » Γυναίκ'· αυτό το χέρι » Μεςτα χιονάτα στήθια της » Έμπηξε το μαχαίρι. » Κ' ύστερα τόσην κλεφτουριά, » Τόσους πολλούς λεβέντες.» « Τους Γαρδικιώταις έσφαξα, » Ρήμωσα το Γαρδίκι, » Της Χάμκως της μανούλας μου » Το λόγο για ν' ακούσω. » Κατώρθωσα τη Ρούμελη , «'Σ το δάκρυ να τη λούσω. » Το Σούλι · τώφκιασα ερμιά. » Να βόσκουνε οι λύκοι.

« — Άλλο τίποτ', Αλή-Πασσά, «'Σ τον κόσμο τ' έχεις κάμει; — » — Ω, το χειρότερο κακό » Μου ήταν η ασεβεία. » Τούρκαλος ήμουν και καμμιά » Δεν 'πίστευσα θρησκεία, » Ούτε Ραβίνο, ούτε Παππά, » Ούτε και τον Ιμάμη.» « Ούτε Μωάμεθ, και Χριστό, » Ούτε Μωσή.

« Φεύγει ο Μουχτάρης σου! . . » Φεύγει, Φροσύνη! . . » Και 'σένα μόναχη, » Έρμη σ' αφίνει.» « Κλάψε! Φροσύνη μου. » Την μοναξιά σου! » Φροσύνη! Σ' έφαγε » Η ωμορφιά σου!..» Απ' το τραγούδι 'γνώρισα Πως ήταν η Φροσύνη, Η Βασιλική τ' Αλή-Πασσά, Κ' η Δέσπω του Λιακάτα. · Κ' εκείναις π' ακολούθαγαν Την ίδια τους τη στράτα, Με το τραγούδι. Αι Δεκαφτά Που πνίξαμε με 'κείνη.

Ήρχισεν έκτοτε πεισματώδης πόλεμος μεταξύ του Αλή-Πασσά και των Σουλιωτών, των οποίων τα λαμπρά κατορθώματα είναι ανεκδιήγητα· τέλος εβιάσθη ο Σατράπης να δώση πέρας του πολέμου και έστειλε επί τούτω τον Κίτζον Βότσαρην επί των βουνών του Σουλίου όπως διαπραγματευθή την ειρήνην υπό τας ακολούθους συνθήκας: Α'. Το Σούλι να μένη ελεύθερον, πλην ο Βεζύρης να κτίση ένα πύργον εις τον οποίον να κατοική με τεσσαράκοντα στρατιώτας ο Κίτσος Βότσαρης, όπως τιμωρή τους βλάπτοντας τους τόπους του Πασσά.

Εις τους κλέφτας τούτους πρέπει ν' αποδώσωμεν και την απόπειραν της επιτυχούς του 1821 επαναστάσεως. Έχαιρεν ο τύραννος ακούων επαναλαμβανομένην υπό των εχθρών και φίλων αυτού την πολύκροτον εκείνην προσηγορίαν, δι' ης εξισούτο προς τον βασιλέα των θηρίων. Εκεί λέγουσιν ότι απεσύρθη η Βασιλική μετά τον θάνατον του Αλή-Πασσά. Βαλαωρίτου.

Ήτο, προσθέτει, αποσυρμένη εις την μοναξίαν της κατοικίας της και ποτέ δεν εξήρχετο, πάμπτωχος δε εις τοιούτον βαθμόν, ώστε ο πατριάρχης ήνοιξε κατάλογον συνδρομών, ίνα τη προμηθεύση τα προς το ζην· ο ίδιος συγγραφεύς προσθέτει ότι την 23 Φεβρουαρίου 1822 έφθασε και η κεφαλή του Αλή-Πασσά εις Κωνσταντινούπολιν εντός κιβωτίου. Αραβαντινού εφιλοπόνησα.

Τι κρύα ανατριχίλα!... Κι' ακούσθηκε: «&Αλή-Πασσά!.. » Καλά παθαίνεις! ..» Σβύννει.& Τα νεανικά αυτού έτη διήλθεν εις την ποιμενικήν ζωήν επί των ορέων της πατρίδος του. Ούτος είχεν υπηρετήσει εις τον πατέρα του Βεζύρου και παρακολουθήσας τρόπον τινα την τύχην του Αλή, είχεν αποκτήση επί του πνεύματος αυτού μεγάλην επιρροήν.

'Σ τ' Αλή-Πασσά τη φυλακή· Μ' αφίνει, και πηγαίνω, Πριν φθάσωτον Αλή-Πασσά Θύραις εφτά διαβαίνω, Καιτην εβδόμη 'στάθηκα Ν' ακούσω του την κρίσι . 'Ψηλά, ψηλά καθόντανε Τρεις Δαίμονες μεγάλοι. 'Μπροστά τους ο Αλή-Πασσάς Κ' η Χάμκω του κοντά του, Και 'πίσω η γυναίκα του, Τα δυο του τα παιδιά του, Κι' από τα παλληκάρια του Μια συντροφιά μεγάλη. Ιουσούφ Αράπης , ο μπαμπάς.

Αντίπερα Να πάω, να περάσω Δεν 'πόρεγ' αν δεν έμπαινα 'Πό μέσα του. Και 'μπαίνω. Και 'μπαίνω ως τα γόνατα. 'Σ την άκρη πέρα 'βγαίνω, Κ' εκεί είδα άλλον δαίμονα Μαύρον ωσάν το ράσο. Εκείνος μ' είδε· φώναξε, Τι θέλω, τι ζητάω· Κ' εγώ τον απεκρίθηκα: « Αδέλφι μου, δεν 'ξέρω » Εδώ κ' εγώ πού 'βρίσκομαι·» Μούπε: «Σ' αυτό το μέρο » Δεν 'ξέρεις πως τ' Αλή-Πασσά · » Τη φυλακή φυλάω;...»

Το δε τελειότερον πάντων επί της μικράς ταύτης γυναικός ήτο η τρυφερά λεπτότης του τε ποδός και της χειρός· της χειρός λέγομεν εκείνης, ής τινος οι ελεφάντινοι δάκτυλοι, ως ψευδείς, εφαίνοντο ότι ήθελον συνθλασθή αν ήγγιζέ τις αυτούς. Λέγουσι δε ότι μετά τον θάνατον του Αλή-Πασσά απεσύρθη εις το υποστατικόν Βονίλα και εκείθεν εις Κωνσταντινούπολιν. Ο κ.