United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΗΡ Ο βασιλέας θέλει της Κορνουάλλης να ιδή τον δούκα! Ο πατέρας ο ακριβός, την κόρην του να ομιλήση θέλει! Τους το επληροφόρησες αυτό; — Μα την ζωήν μου! Ανάπτει , λέγει! Να ειπής τον δούκα, που ανάπτει ... Αλλόχι. Όχι· άφησε.

Υποδειγματική αληθινή η σύνθεσις των έργων αυτών ζωγραφίζει τόσον πιστώς, τόσον παραστατικώς ό,τι απαιτείται διά την αφήγησιν μιας ιστορίας βγαλμένης από την πραγματικήν ζωήν, ώστε ο αναγνώστης γρήγορα προχωρεί έως το τέλος διά να το μάθη· αλλά και πάντοτε το ξαναδιαβάζει δια να εντρυφήση περίοδον με περίοδον και φράσιν προς φράσιν το καλλιτέχνημα.

Η δε λέαινα, επειδή είναι ζώον ισχυρότατον και τολμηρότατον, έν μόνον τέκνον γεννά καθ' όλην της την ζωήν διότι όταν γεννά εξέρχεται μετά του τέκνου και η μήτρα το αίτιον δε τούτου είναι το εξής.

Διότι, καλέ Σωκράτη, πώς θα ήτο δυνατόν ποτέ να γίνη κανείς ικανός, ώστε εις όλην την ζωήν του να κάθηται πλησίον εις έκαστον και με ακρίβειαν να του επιβάλλη το ορθόν; Καθ' όσον, νομίζω, αν ήτο εις αυτό ικανός, οποιοσδήποτε έλαβε την αληθώς βασιλικήν επιστήμην, τις η ανάγκη να θέση εις τον ίδιον εαυτόν του εμπόδια, και να γράφη αυτούς τους νόμους που είπαμεν; Νέος Σωκράτης.

Ούτε μετ' αυτής ούτε άνευ αυτής ηδύνατο να ζήση· αγνοών δε ο δυστυχής νεανίας ότι η καρδία γυναικός είναι άμμος κινητή, επί της οποίας μόνον σκηνή διά κατάλυμα μιας νυκτός δύναται να στηθή, είχεν οικοδομήσει εκεί κατοικίαν, εν ή όλην του την ζωήν εσκόπευε να διαμένη.

Ω πολλά γενναίε Αμπτούλ, εφώναξεν ο Καλίφης πόσον ευτυχισμένος που θέλει είνε ο λαός της Μπάσρας, εις το να σε έχη διά βασιλέα του; Αυθέντη, του απεκρίθη ο Αμπτούλ, κάνει χρεία να σας παρακαλέσω διά μίαν άλλην χάριν, να δώσης του Αλή τον θρόνον, που εις εμένα διορίζεις, διά να βασιλεύη με την γυναίκα του την βεζυροπούλαν, που έλαβε τόσην ευσπλαχνίαν να μου γλυτώσουν την ζωήν.

Ήτο ο δεινότερος και ο ευτυχέστερος όλων. Διαρκώς η βολή του επετύγχανε μέσα το μαύρο σημάδι. — Ποίος είναι τέλος πάντων ο ξένος νεαρός κυνηγός; ηρώτων. — Ομιλεί τα Γαλλικά, που ομιλούμεν εις το καντόνιον Βαλαί. Εννοεί εν τούτοις πολύ καλά τα Γερμανικά μας, έλεγον μερικοί. — Ως παιδί είχε ζήσει περί το Γκρίντελβαλτ, εγνώριζε κάποιος από τους κυνηγούς. Και ήτο γεμάτος ζωήν αυτός ο νεαρός ξένος.

Το βλέμμα, του εστράφη πέριξ εις την χλοάζουσαν φύσιν, εις τον καταγάλανον ουρανόν, εις τα υψηλά δένδρα τα σειόμενα υπό του ανέμου ησύχως· το ους του επρόσεξεν εις τον βόμβον εκείνον, τον μαλακόν και εις το συνεχές λάλημα των πουλιών και ο Δημήτρης εδάκρυσεν, επιθυμήσας την ζωήν και τα καλά της ενθέρμως. — Πάμε, αδερφέ· σε βάνω 'ς τ' άλογό μου· είπεν ο ζωέμπορος.

Αυτοί όντες φυλακωμένοι υποχρέωσαν τους φύλακας βασιλικά, και το τρίτον εδόθη εις εμένα διά εκείνο που μου επήραν. Ύστερον από αυτό δεν εστοχάσθηκα άλλο, παρά να βαλθώ εις μίαν ήσυχην ζωήν με την Τζελίκαν μου. Ημείς επερνούσαμεν τες ημέρες μας με μίαν τελείαν ενότητα· η οποία δυστυχώς δεν διήρκεσε πολύ.

Εξηγών την μαύρην απελπισίαν, ήτις χρωματίζει αρκετά ταχέως τα έργα του Μυσσέ, ο Ταιν λέγει: «Εζήτει πάρα πολλά, ηθέλησε απνευστί, ορμητικώς και απλήστως να απολαύση την ζωήν. Την έδρεψε, αλλά δεν την απέλαυσε. Την απέσπασεν, επίεσε, συνέθλιψε και συνέτριψεν ως σταφυλήν. Έμεινε δε με χείρας λερωμένας και πλέον διψασμένος ή ποτέ».