United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ιδών τον Ερμήν προσερχόμενον εχάρη μεγάλως ο νεαρός θεός, ούτ' εδυσκολεύθη να ανοίξη εις αυτόν την καρδίαν του, και να του διηγηθή τα μυστικά του, ελπίζων να συγκινήση αυτόν και να τύχη της ελευθερίας.

Ρε, πού βαδίζουν τα σκυλιά; ηρώτησε τις των βλάχων αορίστως. — 'σα κάτ' πλαϊνά· δεν αηκούς; — Ντετον άνεμο τι χάλασαν τον κόσμο; ψιθύριζε νεαρός βλάχος θορυβηθείς. Και ανατείνας την κεφαλήν εφώναξε στεντορείως: — Ορέ του λόγου σου! ποιος είσαι συ, ρε!. . . Αλλά ουδείς απήντησεν.

Ήτο παραγυιός γεωργοκτηματίου τινός κατοικούντος εις την πόλιν, κ' έβοσκε τα βώδια του κυρίου του κάτω εις την Αγίαν Ελένην, όπου ούτος είχεν εκτεταμένους αγρούς με μικράν έπαυλιν, κ' επέστρεφεν αργά εις την έπαυλιν, όπως όχι σπανίως του συνέβαινε. — Παγώνα! ε! Παγώνα! — Τι θέλεις, θεια-Συνοδιά; απήντησεν ο νεαρός αγρότης γνωρίζων την φωνήν της. — Έρχεσαι τα-ίσα απ' το χωριό, ή όχι;

Οι δρομείς είχον καθαρίσει τον δρόμον, και οι Αιγύπτιοι έμελλον να εξακολουθήσουν την πορείαν των, οπότε ο νεαρός τριβούνος, όστις εν ριπή οφθαλμού είχε κατανοήσει τόσα πράγματα, μέχρι της χθες ακόμη ακατάληπτα δι' αυτόν, επλησίασε το φορείον και είπε «χαίρειν σοι, ω Χίλων».

Βαθειά την νύκτα, ενώ ο νεαρός μούτσος εκοιμάτο εις τον θαλαμίσκον κάτω, ο Νίκος ο Μπελκαρής, ελαφρά-ελαφρά, ως να επάτει «βαμβακάκια», καθώς λέγουν αι γυναίκες του τόπου, ετόλμησε να εισέλθη εις την γολέτταν, φέρων δύο μεγάλα τρύπανα ή τριβέλια περιτυλιγμένα εις λεπτότατον τουλοπάνι.

Δεν μου λες, Ίων, του είπα, ο νεαρός όφις ο πρεσβευτής εχειραγώγει τον γέροντα ή μήπως εκράτει ούτος βακτηρίαν και εστηρίζετο; Συ αστειεύεσαι, είπεν ο Κλεόδημος, αλλ' εγώ ο οποίος ήμουν άλλοτε περισσότερον από σε άπιστος εις τα τοιαύταδιότι ενόμιζα ότι κατ' ουδένα τρόπον δύνανται να συμβαίνουν παρόμοια πράγματαόταν είδα να πετά ένας ξένος και βάρβαροςως έλεγεν, ήτο από τα υπερβόρεια μέρηεπίστευσα και ηναγκάσθην να παραδεχθώ όσα επί πολύ δεν ήθελα κατ' ουδένα τρόπον να πιστεύσω.

Δουλεύω, απήντησε συστελλόμενος ο Μάχτος, αν και από της ημέρας καθ' ην απήγαγον την Αϊμάν δεν είχεν εγγίσει την σφύραν. — Και τι δουλειαίς κάμνεις; — Δουλειαίς της τέχνης μου, απήντησεν ο Μάχτος. — Κάμνεις ψιλή δουλειά; — Κάμνω βέβαια, απήντησεν φιλοτιμούμενος ο νεαρός Γύφτος. — Ειμπορείς· να μου φτιάσης ένα κλειδί, όπου μου έπεσε 'στόν δρόμο και το έχασα; Ο Μάχτος εδίστασεν.

Παις γαλανομμάτης, μ' ελαφρόν κούκκον εν τη ακτενίστω κεφαλή του, με γαλάζιαν βλούζαν, ανυπόδητος με γυμνάς τας κνήμας, βρεγμένος, ανασκουμπωμένος μέχρι γονάτων, ήλθε να παραλάβη την βαλίζαν μου, ο νεαρός καμαρώτος. — Τράγκα-Τρουγκ! Τράγκα-Τρουγκ! Τράγκα-Τρουγκ! Πρωί-πρωί, χαράγματα, είχεν εξυπνήσει η σκούνα.

Αυτός ο νεαρός δανδής κάλλιο το είχε κάτι να γίνη παρά κάτι να κάνη. Ανεγνώρισε ότι η ζωή η ίδια είναι μία τέχνη κ' έχει το ύφος της απαράλλακτα όπως οι τέχνες, που ζητούν να την εκφράσουν. Ούτε και είναι δίχως ενδιαφέρον το έργο του.

Τούτο ήρκεσεν εις τον αγαθόν ναύκληρον να συνέλθη, να εννοήση το σφάλμα του και να προχωρήση προς την πρώραν. — Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, εψιθύρισεν ο καπετάν Γιάννης τότε, ανάπτων το τσιγάρον του, και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους . . . — Καμμιά φορά όμως έχουν την ανάγκην μας και οι πεθαμένοι, υπέλαβεν ο νεαρός ναύκληρος με κάποιαν συστολήν.