Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
— Δεν ήμουν σίγουρη· εγώ είχα δουλειαίς. Ή έρχομαι, ή δεν έρχομαι του είπα. Πήγαινε συ, του είπα, να μη νυχτώσης, κ' εγώ, όπως διω. Εγώ είμαι μαθημένη να περπατώ τη νύκτα στα ρέμματα. Τω όντι, όλοι τους ήσαν συνειθισμένοι εις νυκτερινάς οδοιπορίας ανά τα όρη και τας κοιλάδας. Η δύο συμπεθέραις, η θεια-Συνοδιά, και η μάννα του Αγάλλου η μακαρίτισσα, είχαν δύο νερομύλους εις της Κεχρεάς το ρέμμα.
Δεν εφαίνετο εις το σκότος ανάμεσα εις τα δένδρα. Αλλ' ηκούετο το βήμα του όνου, η βέργα η πλήττουσα τα νώτα αυτού και το κέλευσμα του αναβάτου «α! ντε, ντε! όξου», το οποίον ούτος απηύθυνε προς το υποζύγιον οσάκις διέκοπτε το προσφιλές άσμα, εις το οποίον ώφειλε και το παρατσούκλι, δι' ου τον είχε καλέσει η θεια-Συνοδιά.
Είπαν να κοιμηθήτε, και τώρα — τώρα θαρθή ο Αγάλλος μαζί με τη θεια-Συνοδιά να σας ξυπνίσουν, να σηκώσουν και τα παιδιά, να πάτε να μεταλάβετε. Καλή νύκτα κι' αύριο με υγεία. Μόλις η Αφέντρα επρόφθασε να κλέψη έναν ύπνον, και εκρούσθη η θύρα του νερόμυλου. Ήτον ο Αγάλλος και η θεια-Συνοδιά.
Η Αφέντρα, πεισθείσα να μείνη αυτή μετά των τέκνων της εις τον μύλον, ήναψε μικρόν φανάριον, και έβαλεν εις καλάθιον το ληκύθιον του ελαίου και τρία κηρία. Η θεια-Συνοδιά εφόρεσε την φοράν ταύτην την μαύρην φουστάναν της, έβαλε και τα τσόκαρα εις τους πόδας, και λαβούσα το καλάθιον και το φανάρι, ηκολούθησε τον Παγώναν, όστις επέζευσεν, έδεσε τον όνον του εις την ρίζαν δένδρου κ' εξεκίνησε πεζός.
Το εβεβαίου, και είχε ακόμη το φλωρί και το εδείκνυε. Μη νομίση τις ότι ήτο απατεών, ότι δεν επίστευεν ο ίδιος ό,τι έλεγε. Τουναντίον. Το επίστευε με τα σωστά του. Εμπρός όμως εις την θεια-Συνοδιά κανείς δεν ηδύνατο να παραβγή όσον αφορά τα εξωτικά πράγματα. Αυτή είχεν εκ γενετής φιλικωτάτας σχέσεις με της νεράιδες.
Στάσου να τον φωνάξουμε. Και χωρίς να περιμένη την συγκατάθεση της θυγατρός της, η θεια-Συνοδιά κατέβη εις το ισόγειον, ήνοιξε την εξώθυραν του μύλου, και ήρχισε να κράζη δυνατά· — Παγώνα! ε! Παγώνα! Ο τραγουδιστής διήρχετο επί όνου καθήμενος, απέναντι του μύλου, επί της ετέρας κατωφερείας του ρεύματος, κατερχόμενος. μονοπάτι φέρον από του δάσους Αραδιά εις τον αιγιαλόν της Κεχρεάς.
Η θεια-Συνοδιά είχεν ιδεί μίαν νύκτα τρομακτικόν όνειρον, το οποίον θα ήτο σωστή οπτασία, αν δεν το είχεν από πριν εις το νουν της.
Μόνον ο βρυκόλακας είνε κακό πράγμα. Θεός να φυλάη. Αλλά μόνον τη γενειά του κυνηγά. Η θεια-Συνοδιά ήτο βεβαία ότι ο γαμβρός της δεν θα έπαθε τίποτε από τους καλικαντζάρους, οι οποίοι, μόλις θα ήσαν εις τον δρόμον τώρα, να έρχονται, διότι εξημέρωνε Χριστούγεννα. Άλλως ο Αγάλλος ήτο σαββατογεννημένος, και είνε γνωστόν ότι οι έχοντες το πλεονέκτημα τούτο δεν υπόκεινται εις εξωτικάς επηρείας.
Ήτο παραγυιός γεωργοκτηματίου τινός κατοικούντος εις την πόλιν, κ' έβοσκε τα βώδια του κυρίου του κάτω εις την Αγίαν Ελένην, όπου ούτος είχεν εκτεταμένους αγρούς με μικράν έπαυλιν, κ' επέστρεφεν αργά εις την έπαυλιν, όπως όχι σπανίως του συνέβαινε. — Παγώνα! ε! Παγώνα! — Τι θέλεις, θεια-Συνοδιά; απήντησεν ο νεαρός αγρότης γνωρίζων την φωνήν της. — Έρχεσαι τα-ίσα απ' το χωριό, ή όχι;
Αίφνης ο Παγώνας, ίσως διότι ησθάνετο κρύος και ήθελε να ζεσταθή, ίσως και διά να παρηγορήση κάπως την θεια-Συνοδιά, την οποίαν έβλεπε λυπημένην και ανησυχούσαν διά τον γαμβρόν της, ήρχισε πάλιν να τραγουδή τον προσφιλές άσμα του: Τζιμ, τζιμ, τζιμ, τζιμ, παγώνα μου! έλα κοντά στο γόνα μου . . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν