United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαράντα χρόνια ξενοδόχος, είμαι και γιατρός. Να διώ τη γλώσσα σου!». Απαράλλαχτος ο γέρος ο Bressant, όποιος τον πρόφταξε. Κ' η πετσέττα που βαστά στο χέρι να σε σερβίρη, έχει αξιοπρέπεια και κείνη. Να πάτε δίχως άλλο στη Σύρα, μόνο και μόνο για το γέρο Μάτση. Ακούτε με κι αξίζει. Πολύ όμως δυσαρεστήθηκα στη Σύρα, όταν κατέβηκα στην πλατέα και δεν είδα παρά τάγαλμα του Μιαούλη.

Κάθεται πλάγι μου η Μοιρίτα, όταν καθήσω, περπατεί μαζί μου, όταν περπατώ. Η Μοιρίτα, παντού η Μοιρίτα. Κάποτες μου φαίνεται σα να μην είμαι πια τίποτις εγώ, σαν ο ίδιος να μην υπάρχω, σα να είταν όλο μέσα μου εκείνη, σα νάγινε νους μου, αίμα μου, κόκκαλό μου και ψυχή της ψυχής μου. Ένα λόγο να πω ακούω τη φωνή της, ένα κίνημα να κάμω είναι κίνημά της, να γυρίσω να διώ, με τα μάτια της βλέπω.

Τότες πια τίποτις δε συλλογιούμαι, τίποτις δε νοιώθω, δε ζω, θυμούμαι τη Μοιρίτα. Ίσως έρθω καμιά ώρα να σε διώ εκεί κάτω, να διώ και λίγη θάλασσα. Την αποθύμησα. Μα ξέρεις που δε μου αρέσει και πολύ πολύ τώρα να σαλέβω. Είναι και κάμποσο μακριά. Κάλλια να μείνω εδώ που καταστάλαξα. Γράψε μου, στείλε μου κανένα βιβλίο νόστιμο, μίλησέ μου, σα θέλεις, και για γλωσσολογία ή και για γλώσσα.

Βλέπει τη γρηούλα. — Τι κάνεις, γιαγιά; την αρωτάΞεκουράζομαι κόρη μου, μουρμουρίζ' η γρηά. — Και πού πας; — Στ' αγγονάκια μου, στην άλλη γειτονιά, είδια τον ήλιο, γιορτή, ας πάω, είπα, να τα διώ σήμερα . . . ποιος ξέρει . . . — Έχεις ακόμα δρόμο· πώς θα πας; — Θα πάω, κόρη μου, ο Θεός . . . Κάτι εκρατούσε στην ποδιά της από κάτω η κοπέλλα. — Κάμε μου τη χάρι, γιαγιά, να πάρης αυτά για τ' αγγονάκια σου.

Για κάτι άλλα θυμώνω, για κάτι δεισιδαιμονίες, για κάτι συνήθειες, ίσως για τα τηνιακά Καταστήματα, γιατί έτσι λεν εκεί την εκκλησιά, όχι όμως για την Παναγιά, που δε μου έκαμε και κανένα κακό. Οι παππάδες το κατάλαβαν και για τούτο παντού με φιλοξένισαν και θα με φιλοξενίσουν ακόμη. Και γω πάλε, άμα διώ παππά, ξανοίγει η καρδιά μου. Και κει που βλέπω παππάδες, αμέσως ξέρω πως θα καλοπεράσω.

Βρέθηκε να τους ανταμώσω πέρσι στο Παρίσι, πού και πώς μη ρωτάς. Είχα να τους διώ από τα παιδιακήσια μου χρόνια στην Πόλη. Είναι σήμερα σωστοί πέντε μήνες, την ίδια μέρα και με το ίδιο ταχυδρομείο, στις εντεκάμισυ το πρωί, στην εξοχή, έλαβα δυο πλίκους και μέσα στον κάθε πλίκο λίγες κόλλες χαρτί. Είταν του καθενός η ιστορία γραμμένη από το χέρι του. Σου στέλνω τη μια και την άλλη.

Όχι! κι από το παράθυρο να σκύψω να διώ, δεν τα βλέπω πια τα δέντρα και τις πρασινάδες. Είναι νύχτα παντοτεινή για μένα. Αχ! τι καλός, τι ωραίος που είναι ο ήλιος! Δε θέλω! Δε θέλω! Κάτασπρο το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Φαίνεται πως έτσι θα πεθάνω, χτυπώντας χτυπώντας η καρδιά μου, ώςπου να πιαστή η αναπνοή μου. Πιάνεται. Ο Χάρος με πλακώνει..Το κεφάλι μου θα γίνη φλόγα. Ναι, σαν είμουνα παιδί!

Ώρες σε προσμένω, καρτερώ στα σπίτι μονάχος, γυρίζεις κι όταν μπορέσω μια στιγμή να σε διώ, μια στιγμή στη σκάλα να σ' αρπάξω, μήτε βλέπεις τα βάσανά μου. Ξέρω τώρα γιατί μ' αγάπησες· για να μη βασανίζουμαι, για να μη μ' αφήσης παραπονεμένο. Με λυπήθηκες· δε μ' αγάπησες. Εγώ δε θέλω μονάχα την ομορφιά σου· εγώ την ψυχή σου θέλω.

Αχ! δε λέω να μ' αγαπήση· ας διή μόνο πόσο την αγαπώ! Και πώς δεν τόβλεπε, πώς δεν το καταλάβαινε που μια φλόγα είταν αναμμένη στα στήθια μου μέσα; Δεν τόννοιωθε; Όχι! Δεν τόννοιωσε μήτε κείνη μήτε κανένας άλλος. Κάθησε τώρα μέσα στο μυαλό μου· και δε βγαίνει πια και βήμα δεν κάμνει που να μην τη διώ.

Και ενθυμήθη με πείσμα η γρηά τη νύφη της. — Από εκείνη την ξένη, από τη μάννα της, τόχει, αυτό το ελάττωμα από κείνη το κληρονόμησε χωρίς άλλο γιατί όσο για τ' άλλα, είνε λαμπρό παιδί, και μόνο αυτή την ψυχρότη δείχνει πως έχει, για να μην την διώ εγώ αποκαταστημένη. Και η αδημονία αυτή την έτρωγε χρόνια τώρα.