United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν σ' εννοώ καλά. θέλεις να παίξης αυτόν τον αυλόν; ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Κύριέ μου, δεν ημπορώ. ΑΜΛΕΤΟΣ Αν μ' αγαπάς. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Πίστευσέ με, δεν ημπορώ. ΑΜΛΕΤΟΣ Θερμώς σε παρακαλώ. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Δεν γνωρίζω πώς πιάνεται καν, Κύριέ μου.

Κι αν σε πιάσουν αύριο, Γιώργο μου... μου πιάνεται η καρδιά μου... γύρευε πότε θα σε δω... Εκείνος τη φιλούσε. Ύστερα σε λίγο η φωνή της ακούστηκε πάλι: — Δε φεύγεις τόρα... πώς φοβάμαι, είν' ώρα, μη σε πάρουν χαμπάρι.... — Σα να πούμε με διώχνεις; Κι εγώ πόχω μήνα να σε δω μ' αυτά τα κρυφτούλια... Κι άρχισε να την ξαναφιλή. Κρατούσα την αναπνοή μου να μη με καταλάβουν πως τους παραμόνευα.

Είμαι συμφωνότατος. Ξένος. Βλέπεις λοιπόν ότι είπαμεν καλά, ότι αυτό το θηρίον είναι πολύμορφον και κατά την παροιμίαν δεν πιάνεται με ένα χέρι. Θεαίτητος. Τότε λοιπόν ας το πιάσωμεν με τα δύο. Ξένος. Βεβαίως πρέπει, και όσον μας είναι δυνατόν αυτό πρέπει να το πράξωμεν, ζητούντες κανέν ίχνος αυτού καθώς είναι το εξής. Ειπέ μου, σε παρακαλώ, υπάρχουν μερικά ονόματα διά τας οικιακάς υπηρεσίας;

Όχι! κι από το παράθυρο να σκύψω να διώ, δεν τα βλέπω πια τα δέντρα και τις πρασινάδες. Είναι νύχτα παντοτεινή για μένα. Αχ! τι καλός, τι ωραίος που είναι ο ήλιος! Δε θέλω! Δε θέλω! Κάτασπρο το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Φαίνεται πως έτσι θα πεθάνω, χτυπώντας χτυπώντας η καρδιά μου, ώςπου να πιαστή η αναπνοή μου. Πιάνεται. Ο Χάρος με πλακώνει..Το κεφάλι μου θα γίνη φλόγα. Ναι, σαν είμουνα παιδί!

Μόλις εκάθησε παρά την πρύμνην, με την σκούφιαν του, ίσα με το αυτί, με τον στριμμένον μύστακά του, με τα τουζλούκια του, εις μέρος όπου &εδιαναστούσεν& η βάρκα, και όπου ο μπάρμπ’-Αλέξης είχε &διπλαρώσει& την βάρκαν επίτηδες, διά να τον παραλάβη, και αμέσως, πριν λύση ο ναύτης το απόγεια, πριν η λέμβος σαλεύση ακόμη, διότι ήτο γαλήνη, ο επιβάτης ήρχισε να πιάνεται από τον σκαλμόν, από την κωπαστήν, από τον ώμον του μπάρμπ’-Αλέξη, απ' ό,τι εύρισκεν.

Και δεν φοβούμαι τα θεριά, τες νύχτες, τα σκοτάδια, Τους δρόμους, τες κακοτοπιές, τους βάλτους, τα ποτάμια, θα τρέξω σ’ όρη και βουνά, σε κάμπους και λειβάδια. Σε ποταμούς και σε λακκιές, κι’ όσα διατάζεις όλα Θα σου τα φέρω ανέλλειπα, κι’ απανωθιό στην ώρα, Που το φεγγάρι χάνεται και πιάνεται καινούργιο, Μον να μου πης πού θα σε βρω και πού θα σε συντύχω.

Όσο πήγαινε σίμωνε η περπατηξιά, ώσπου φάνηκε κάτι σα γυναικήσιο κορμί μπροστά του, κάτι που το σκέπαζε φερετζές. Κάνει να της μιλήση, και πιάνεται η μιλιά του. Ξεχύνεται να την πάρη στην αγκαλιά του, μα η γυναίκα απλώνει φοβισμένη το χέρι και του λέει να μη σμίξη κοντά της. Έχει μήνυμα να του πη.

Αλλ' αίφνης το κατηφές πρόσωπόν του εστολίσθη μ' έν μειδίαμα γλυκύ και τρυφερόν ως στολίζεται η δύσις μ' έν χρυσούν συννεφάκι ως βέλο παρθενικής κόρης. Κινεί τα χείλη του ο λευκός γέρων θέλει να παραστήση της χαράς του το φάντασμα τούτο, πλην η φωνή του πιάνεται βαθειά εις τον λάρυγγα.

Το ίδιο κι’ οι Νεράιδες. Ο, τι κάνουν οι Ξωτικιές στους πιστικούς, οι Νεράιδες το κάνουν στους ψαράδες και στους ναύτες, αλλά θεωρούνται όχι τόσο κακιές, όσο οι Ξωτικιές. Η ώρα αυτή, που χάνεται το παλιό φεγγάρι και πιάνεται το καινούργιο, θεωρείται ως η καταλληλότερη στιγμή των μαγικών. Όσους αριθμούς αναφέρω, 3, 7, κλ. είναι καθιερωμένοι από τες προλήψες του λαού.

Οι πιώτεροι που αλλαξοπιστήσανε στους σκοτεινούς μας καιρούς, τόκαμαν από φόβο να μη χάσουν το είναι τους, να μη ψηθούνε στη σούβλα! Άφησε τα παιδιά. Εκείνα δεν έφταιγαν, αν άρχιζαν τη ζωή τους φοβιτσιάρικα λαγουδάκια και την τελειόνανε Γενίτσαροι φοβεροί, έφταιγαν οι γονιοί τους, που δεν ήξεραν από ποιαν άκρη πιάνεται το σπαθί.