United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκτοτε, η Μοίρα του, εμφανιζομένη σκληρά, υπό την μορφήν του Γέροντος, κοντού και απηνούς, πολιού και εχθίστου, με πώγωνα βαθύν και επανωφόριον ποδήρες ρωσσικόν, συνετάραττε την νυκτερινήν ανάπαυσίν του· και αποκαμών επεθύμει την κατάβασίν του προς τα κάτω, όπου τω εφαίνετο ότι θα εύρισκεν ανάπαυσιν εις την μαλακά γύρω του βουνού, αναπαυομένην πόλιν.

Εγώ ούτε εφανταζόμουν πως θα ήρχετο να μ' εύρισκεν εκεί κάτω! Είχα μάλιστα φύγει από την Πόλι για να τον αποφύγω. Όταν μια μέρα, εκεί που ζωγράφιζα ένα βυζαντινό ερημοκλήσι, τον βλέπω μπροστά μου! Τι ωραία εκκλησίτσα για ένα γάμο ερωτευμένων σαν κ' εμάς μου λέει. Εγώ εις τας αρχάς δεν εδέχθηκα. Αλλ' αυτός επέμεινε τόσο! Κ ώ σ τ α ς. Ναι! Τι ώμορφη που είσαι!

Και η Σμάλτω ήδη εύρισκεν εις την ταλάντευσιν εκείνην του στάχυος πόνον τινά αυτού, θλίψιν υποκρυπτομένην, διότι αφέθη μόνος κ' έρημος εκεί και δεν ηκολούθησε την τύχην των συντρόφων του, μετά των οποίων συνεβλάστησε και ηυξήθη.

Εις τα σχήματα και τας γραμμάς των βράχων εύρισκεν ομοιότητας προς τας φυσιογνωμίας αυτών. Ούτω επί μεγάλης πλάκας, ήτις εστέκετο απέναντι της μάνδρας, έβλεπε την μορφήν μιας γειτόνισσάς των, της Πετρογιάνναινας. Άλλος βράχος υψηλότερα, μαύρος, του εφαίνετο απαράλλακτος ο Τζαμπότζας ο αράπης, που εγύριζεν από πόρτα σε πόρτα κεδιακόνευε. Και ήτο μία από τας διασκεδάσεις του να τον πετροβολά.

Η Μαχώ επίστευεν ότι θα εύρισκεν εις το Έρημο Χωριό δύο ή τρεις άλλας γυναίκας μαζύ με άλλα τόσα παιδία ή κοράσια, αίτινες διενυκτέρευον από ημερών εις τον τόπον, διά τον αυτόν λόγον και η Μαχώ.

Α, ναι ήτο πολύ αχάριστος ο Χειμάρρας! Επί τόσα έτη το καρυοφύλλι και αυτός πάντοτε μαζί εις τον Μωρηά και την Ρούμελην, ημέραν και νύκτα, με τα ψύχη του χειμώνος και τους καύσωνας του καλοκαιριού, πλευρόν με πλευρόν αδελφώθησαν και ο γέρων εύρισκεν εις αυτό το άψυχον, χρόνους όλους της παρελθούσης ζωής του, κινδύνους και αγώνας τους οποίους εμερίσθησαν, φίλον πιστόν και αφωσιωμένον, εις τ' όνομα του οποίου έκαμνε τον μεγαλήτερόν του όρκον.

Αν και συνήθως εθήρευε τους επιβάτας, όπου τους εύρισκεν ο μπάρμπ’-Αλέξης, άπαξ ευρέθη εις την ανάγκην ν' αποποιηθή να παραλάβη επιβάτην εις την μικράν υπόσαθρον σκάφην του. Ιδού πώς: Ήτο κατά τας τελευταίας ημέρας του έτους 1870. Ο μπάρμπ’-Αλέξης ητοιμάζετο ν' αποπλεύση έκ τινος ερήμου ακτής της Φωκίδος, μελετών, αν δεν εύρη εν τω μεταξύ κανένα ναύλον, ν' απέλθη εις την μικράν νήσον του.

Ο βλαχοποιμήν από τον οποίον ηδύνατο να τας ζητήση, εκτός του ότι δεν είχε τίποτε, είχε και αποθάνει· από τους κληρονόμους του δεν αδύνατο να τα ζητήση αφού δεν είχε συνάλλαγμα!. . . . Ο Δημήτρης ούτω σκεπτόμενος έμεινε κατάκλειστος καθ' όλην την ημέραν. Έστρεφε κ' επανέστρεφε το ζήτημα εις τον νουν του αλλά πουθενά δεν εύρισκεν ελπίδα σωτηρίας.

Αυτά ακόμη καλά καλά δεν εβγήκαν από τ' αυγό και θα έχουν τόσην πονηρίαν!. . . Η Κυρά Ρήνη βραδυπορούσα επέστρεφεν εις τον πύργον, μη θέλουσα κατ' ουδένα λόγον να πιστεύση εις την φυγήν των παιδιών· ήτο βεβαία μάλιστα, κάτι έλεγεν εις αυτήν ότι θα τα εύρισκεν εκεί επιστρέφουσα. . . Αλλ' η περί φυγής ιδέα εδέσποζε πάλιν του νοός της και όσον ήθελε να την αποδιώξη τόσον επέστρεφεν εκείνη επιμόνως.

Διά να διασκεδάζη δε την θλίψιν του εύρισκεν αφορμάς να μεταβαίνη εικοσάκις της ημέρας εις τον ποταμόν, όπου ήτο βέβαιος πάντοτε ότι θα έβλεπε γυναίκας να πλύνουν, με τα ενδύματα υψηλά ανασυρμένα. Τον ειδοποίει άλλως ο κτύπος των κοπάνων. Όταν ήκουε το κτύπημα εκείνο, ανεσκίρτα ως ο πολεμικός ίππος εις το άκουσμα σαλπίσματος.