United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις τόρα εις του καρυοφυλλιού εκείνου την παρακμήν, εσυλλογίζετο διά πρώτην φοράν ο Χειμάρρας και τα ιδικά του γηρατεία. Εις την σφαίραν εκείνην του όπλου, την μόλις συρθείσαν μόνον ολίγα μέτρα και κυλισθείσαν επί του χώματος αδρανή, ως άψυχον κουφάρι, έβλεπε θλιβερώς την ιδικήν του εξασθένησιν, πιστήν εικόνα των σωματικών του δυνάμεων. Η ψυχή του ναι, ήτο βράχος ακλόνητος ακόμη.

Α, ναι ήτο πολύ αχάριστος ο Χειμάρρας! Επί τόσα έτη το καρυοφύλλι και αυτός πάντοτε μαζί εις τον Μωρηά και την Ρούμελην, ημέραν και νύκτα, με τα ψύχη του χειμώνος και τους καύσωνας του καλοκαιριού, πλευρόν με πλευρόν αδελφώθησαν και ο γέρων εύρισκεν εις αυτό το άψυχον, χρόνους όλους της παρελθούσης ζωής του, κινδύνους και αγώνας τους οποίους εμερίσθησαν, φίλον πιστόν και αφωσιωμένον, εις τ' όνομα του οποίου έκαμνε τον μεγαλήτερόν του όρκον.

Αλλ' ούτος υπό τοσαύτης κατελήφθη αδημονίας, ώστε απέθανε μετ' ολίγον προλαβών την οργήν του βασιλέως του. Ο φοβερός Χοσρόης δεν εδίστασεν όμως να τιμωρήση και το άψυχον πτώμα του στρατηγού διά της επονειδίστου ποινής της μαστιγώσεως. Ενώ ο αδελφός του Ηρακλείου Θεόδωρος ενίκα κατά κράτος τον ένα εκ των Περσικών στρατών, ο Ηράκλειος μετέβαινεν από του Πόντου εις την Κολχίδα.

Ο τρόπος με τον οποίον εψηλάφει διά της ράβδου το έδαφος, κλίνων προς τα οπίσω το στήθος και την κεφαλήν, ωσεί φοβούμενος μη προσκρούση εις αόρατον πρόσκομμα, το άψυχον βλέμμα των ανοικτών οφθαλμών του, τα πάντα εμαρτύρουν ότι ήτο παντελώς τυφλός.

Αφού δε τα πράγματα είναι τοιαύτα, ποτέ δεν πρέπει να σπαταλά ο ετοιμοθάνατος υπερβολικά την περιουσίαν του, νομίζων ότι το εγώ του είναι αυτός ο θαπτόμενος όγκος των σαρκών, αλλ' ότι εκείνος ο υιός ή ο αδελφός ή οποιοσδήποτε άλλος συγγενής, τον οποίον κανείς ενταφιάζει με θρήνους, αυτός πλέον απήλθε τελειώνων και εκπληρών την μοίραν του, το δε εμπρός του ευρισκόμενον πρέπει να το περιποιηθή εξοδεύων μετρίως ως εις ένα άψυχον βωμόν των υποχθονίων θεών.

Τότε ήτο ελεύθερος να το κάμη ό,τι ήθελε το δισάκκιον εκείνο, όπως ποτέ το έκαμε και προσκέφαλον. Ήτο ελεύθερος να το ρίψη κάτω από των ασθενικών του ώμων όπως και το έρριψε, διότι ήτο άψυχον και άπνουν δισάκκιον.

Τω όντι η ψυχή αισθάνεται, διότι είναι φύσις καθολική, ήτις αναφέρεται μεν είς τι εξωτερικόν πράγμα και έχει εν εαυτή διορισμόν τινα, αλλά μένει πάντοτε μεθ' εαυτής και δύναται να αισθάνηται και άλλο τι και πάντα χωρίς να ταυτίζηται με ουδέν αποκλειστικώς. Το άψυχον όμως ον απορροφάται όλως εις τον διορισμόν του. Το έγχρωμον ύδωρ λ.χ. μόνον υφ' ημών διακρίνεται ως έγχρωμον και άχρωμον ύδωρ.

Εάν δε κανέν άψυχον στερήση την ψυχήν κανενός ανθρώπου, εκτός εάν είναι κεραυνός ή κανέν παρομοίον θεϊκόν πλήγμα, από όλα τα άλλα εις όσα κανείς προσκρούση ή αυτά πέσουν επάνω του και τον φονεύσουν, δικαστήν μεν δι' αυτά ας ορίζη ο πλησιέστερος συγγενής, εξιλεώνων τον εαυτόν του και όλον το συγγενολόγι του, το δε καταδικασθέν αντικείμενον να το εξορίση, καθώς ελέχθη διά το γένος των ζώων.

Ο μη γνωρίσας την αγαθοτάτην ταύτην μητέρα προ του θανάτου του υιού της, θα την εκλάβη ίσως ως γυναίκα τραχέος και σκληρού χαρακτήρος, αφού εγώ αυτός εδυσκολευόμην πλέον να ανεύρω εν αυτή την άπειρον εκείνην φιλανθρωπίαν, ήτις την έκαμνε να φείδηται και να συμπονή και αυτήν την άψυχον φύσιν, και ως εκ της οποίας δεν υπέφερε να ίδη ουδέ μίαν όρνιθα σφαζομένην.

Όστις δε ανταλλάσσει ή νόμισμα απέναντι νομίσματος ή κανέν οποιονδήποτε ζώον ή πράγμα άψυχον, ας δίδη πάντοτε συμφώνως με τους νόμους και ας λαμβάνη ακίβδηλα πράγματα. Ως προοίμιον δε καθώς εις τους άλλους νόμους, ας παραδεχθώμεν και διόλην αυτήν την κακίαν το εξής.