United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν τον έκλαψε καθόλου: ούτε κλάμματα, ούτε θρήνους, μονάχα τα μέλη της έγιναν όλα άσπρα και αδυνάτισαν. Η ψυχή της πήρε μια δυνατή επιθυμία να χωριστή από το σώμα. Ο Ρόχαλτ προσπαθούσε να την παρηγορήση. — Βασίλισσα, έλεγε, δεν θα βγη κανένα κέρδος από ένα καινούργιο πένθος.

Ο Λαλεμήτρος προς τους αιφνιδίους εκείνους θρήνους της γυναικός, εκάμφθη εν τρόμω, υπώπτευσε κακόν και ηρώτησε τεταραγμένος: — Είναι καλά η Θωμαή! Γιατί κλαις έτσι;

Αλλ' αίφνης ηχεί ο κώδων της ανοιγομένης θύρας, βήματα ακούονται εις την κλίμακα, ο δε δεσμευθείς Γεωργάκης, εννοών ότι ξένος αναβαίνει εις την οικίαν, ωφελείται εκ της περιστάσεως, και επιτείνει τας κραυγάς αυτού και τους θρήνους. — Έλα, πήγαινε τώρα 'βγάλε τον, επαναλαμβάνει η κυρία Παρδαλού, κ' είν' εντροπή να μας ακούουν και ξένοι άνθρωποι.

Μετά δε τον θάνατόν των να τελούνται εκθέσεις του σώματός των και κηδείαι και τάφοι εξαιρετικοί από όλους τους άλλους πολίτας. Να έχουν ολόκληρον την στολήν λευκήν, και να κηδεύονται εντελώς χωρίς δάκρυα και θρήνους.

Ούτε τα λυσσασμένα ουρλιάσματα θέλω ν' ακούω σαν καμακίζουν άγρια καμμιά ψυχή, ούτε τον χόχλο του κατραμιού που βράζει στα Εφτά Καζάνια, ούτε τους δαρμούς και τους θρήνους των κολασμένων. Μα και η συντροφιά των πατέρων με τα κομπολόγια και τα λιβάνια καθώς και η ασύγκριτη ξαστεριά της Παράδεισος δεν μου πολυαρέσει. Τι θέλειςτι γυρεύεις; Καλήτερα όπως τα εκατάφερε ο μακαρίτης.

Άμα έφθασεν εις Σαλαμίνα το πλοίον το φέρον το νεκρόν σώμα του Καραϊσκάκη, όλοι οι κατοικούντες και παροικούντες εις αυτήν άνδρες, γυναίκες, παιδία και γέροντες εξήλθον εις προϋπάντησιν με μίαν γοεράν κατήφειαν, με θρήνους και με δάκρυα. Προηγείτο εις την εκφοράν το ιερατείον ενδεδυμένον την ιερατικήν στολήν.

Αυτή μου η απάτη ωστόσο καταντάει Σε πράμμα που με θλίβει, φαρμακερά κεντάει· Ευτύς οπού γνωρίσω το λάθο μου, αρχινούν Τα διο μου μάτια βρύσες τα δάκρια ν' απολνούν, Με πλήθος θρήνους τότε και μ' αναστενασμούς, Με της ψυχής αγώνες, σκληρούς περιορισμούς, Τα άνθια παραγγέλω, πουλάκια και φυτά, Και όσα ν' απαντήσω, παρακαλώ κι αυτά· Μυρουδικά λουλούδια, λιβάδια δροσερά, Τη Χλόη μου αν ιδήτε εδώ καμμιά φορά, Τον πόνο μου να ειπήτε σ' αυτή και τους κλαϋμούς.. Αχ! όχι μη της πήτε, παρά χαιρετισμούς.

Είς άλλος επλησίασεν ένα χριστιανόν, όστις εκράτει εις τας αγκάλας του παιδίον ραμμένον εντός δέρματος δορκάδος. Το παιδίον έντρομον με θρήνους και με κραυγάς προσεκολλάτο σπασμωδικώς εις τον πατέρα του, όστις θέλων να διατηρήση την ζωήν του τέκνου του, εις μίαν στιγμήν, προσεπάθησε να το αποσπάση από του τραχήλου του διά να το δώση είς τους όπισθεν ευρισκομένους.

Κι' η μάννα γύρω γύρω 315 πετούσε, τα πουλάκια της θρηνώντας· μα το φίδι γυρνάει, και μες στους θρήνους της την πιάνει απ' τη φτερούγα. Και σαν την αποτέλιωσε κι' αφτή και τα πουλιά της, το θάμα θέλησε ο θεός, που τόδειξε, για πάντα γνωστό να μείνει, και άλλαξε το δράκο σε λιθάρι.

Εις θρήνους και παράπονα έχασα μίαν ώραν, κατά το διάστημα της οποίας εύκολον ήτο ν' ανεύρω δέκα άλλας εφημέρους, προθύμους να με αποζημιώσουν διά την απώλειαν της μιας. Όταν ενόησα επί τέλους το σφάλμα μου, τούτο ήτο ανεπανόρθωτον, διότι ήμην ήδη γέρων εις ηλικίαν δύο ωρών.