United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο νέος μοναχός εθρήνει κατά τας πρώτας ημέρας την απώλειάν του, ως η θυγάτηρ του Ιεφθάε την παρθενίαν της, αλλ' ο καιρός έκλεισε τέλος του σώματος και της ψυχής του τας πληγάς, βαθμηδόν δε κατήντησε να περιφρονή τας γυναίκας, προσκαλών τους συντρόφους του ν' αποκτήσωσιν ασφαλώς δι' ομοίας θυσίας τον Παράδεισον, ως η ακρωτηριασθείσα αλώπηξ του μύθου συνεβούλευε τας άλλας να κόψωσι κακείναι την ουράν των.

Σκέφθητε καλώς· εάν, είμεθα νησιώται, τίνες πλειότερον ημών ήθελον είσθαι απροσβλητότεροι; και τώρα πρέπει εκλαμβάνοντες ως πραγματικόν τοιούτον τι περίπου, και εγκαταλείποντες αγρούς και οικίας να περιορισθώμεν εις την υπεράσπισιν της θαλάσσης και της ημετέρας πόλεως, χωρίς να οργισθώμεν διά την απώλειαν των λοιπών και να πολεμήσωμεν κατά των πολυαριθμοτέρων Πελοποννησίων.

Και ελυπείτο πλέον ο πτωχός και επόνει όχι τόσον διά την απώλειαν των οδόντων, όσον διότι δεν θα υπεκρίνετο πλέον τον Άδην, διότι η έλλειψις των οδόντων θα ηλάττωνε κωμικώς τας πρώτης δυνάμεως τραγικάς ερωτήσεις του.

ΤΥΧ. Μα τον Δία, είμαι σύμφωνος. ΠΑΡ. Εις τον Επίκουρον λοιπόν είνε επόμενον να συμβαίνουν όλαι αυταί αι ενοχλήσεις, ώστε ουδέποτε να επιτύχη τον σκοπόν της φιλοσοφίας του• ο παράσιτος όμως ούτε μάγειρον έχει με τον οποίον να θυμώση, ούτε κτήμα, ούτε οικονόμον, ούτε χρήματα, διά την απώλειαν των οποίων να λυπηθή, αλλά και χωρίς αυτά έχει να τρώγη και να πίνη χωρίς να έχη και καμμίαν ενόχλησιν εξ εκείνων τας οποίας οι άλλοι κατ' ανάγκην έχουν.

Αλλοίμονον! δεν θα το πάθω πλέον αυτό το πάθημα, διότι θ' αργήση πολύ ν' αποκτήση άλλον Δεληγεώργην το βήμα της βουλής. Πόσον βαθέως συνησθάνθη την απώλειάν του ο λαός των Αθηνών!

Διαταγή του θεού ήτο και υπήκουσεν ο υιός του Αγαμέμνονος και σπεύσας από το Άργος εισήλθεν εις το δωμάτιον της Κλυταιμνήστρας, ως φονεύς της μητέρας του. Ω θεέ Φοίβε, πώς να πιστεύσω όλα αυτά; Πόσαι Ελληνίδες γυναίκες συνώδευσαν στενάζουσαι την απώλειαν τον παιδιών των, και πόσαι άφησαν το σπίτι των διευθυνόμεναι προς άλλον σύζυγον!

Εις θρήνους και παράπονα έχασα μίαν ώραν, κατά το διάστημα της οποίας εύκολον ήτο ν' ανεύρω δέκα άλλας εφημέρους, προθύμους να με αποζημιώσουν διά την απώλειαν της μιας. Όταν ενόησα επί τέλους το σφάλμα μου, τούτο ήτο ανεπανόρθωτον, διότι ήμην ήδη γέρων εις ηλικίαν δύο ωρών.

Η νόσος αύτη ελέγετο μεν ότι και πρότερον είχεν ενσκήψει πολλαχού και περί την Λήμνον και εις πολλάς πόλεις, ουδέποτε όμως και ουδαμού ενεθυμούντο τοσαύτην απώλειαν ανθρώπων.

Διότι δεν είναι δίκαιον οι δυστυχείς, οι μη έχοντες να ελπίζουν τι αγαθόν, να αψηφούν την ζωήν των περισσότερον εκείνων οίτινες κινδυνεύουν να χειροτερεύση εις το μέλλον η ζωή των και οίτινες μεγάλην θα υποστούν απώλειαν, εάν αποτύχουν.

Αλλ' εκείνη, ενώ εθλίβετο, απαρηγόρητος, διά την απώλειαν του συζύγου της, περί ου είχεν απελπισθή πλέον, επικραίνετο συνάμα και διά το οικτρόν των Αθηνών θέαμα, μιας πόλεως αυχμώσης και ρυπαράς. Σχεδόν έκλαιε, διότι δεν εύρεν αυτάς, ως τας ωνειρεύετο, ως τας της παρέστησαν.