Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Παπα-Δράκος να σε φάη! του φώναζεν η Παπαδράκαινα, για να το τρομάξη, όταν έκλαιε, που το εσυχαινότανε σαν την αμαρτία της.

Και την νύκτα, ενώ οι άλλοι εκοιμώντο, αυτός έκλαιε και διηγείτο την θλίψιν του προς τα άστρα, εις την ακτινοβολίαν των οποίων έβλεπε το γλυκύτατον φεγγοβόλημα των βλεμμάτων και των μειδιαμάτων της Πηγής. Εν τω μεταξύ το φέσι του Θωμά εξηκολούθει να μένη καρφωμένον εις την αυτήν θέσιν.

Κ' επειδή ο μικρός Ευαγγελινός έκλαιε, λέγων ότι δεν είνε αρκετά μεγάλη η κοκκώνα του, η μήτηρ του έδιδεν άλλην να εκλέξη, αλλ' αυτός δεν ημέρωνεν ούτε ήθελε να ταιριασθή. Το βέβαιον είνε ότι τας ήθελεν όλας διά τον εαυτόν του.

Δεν είξευρα τι να πω, . . τι να κάμω. — Χάρισμά μου; λέω, αφέντη, μα πώς . . . — Δεν έχει πώς, λέει· θα τα πάρης! Μου κάνεις χάρη, . . . . Και μου σφίγγει το χέρι. Μου σφίγγει το χέρι, Μαριώ, κατάλαβες; Τι να κάμω το λοιπόν; τα πήρα. Κακά έκαμα; έπρεπε να μη τα πάρω; Η πτωχή Μαριώ δεν ηδύνατο να απαντήση. Έκλαιε.

Το βέβαιον είνε ότι εκ των δύο ορφανών, η Μόρφω, ήτις είχεν ήδη αίσθησιν, αν δεν επεθύμει ν' αποκτήση μητέρα, ενεθυμείτο κ' ελυπείτο την μητέρα της. Ο Ευαγγελινός, νήπιον τριετίζον εν καιρώ της συμφοράς, ούτε είξευρε τίποτε, ούτε ενεθυμείτο. Έκλαιε μόνον όταν η μάμμη τον εβίαζε να φορέση τον κατάμαυρον σάκκον του.

Ο εργάτης έκλαιε, και, όταν ο Χίλων ήρχισε να θρηνή, διότι κατά την στιγμήν του θανάτου του Σωτήρος, δεν ευρέθη κανείς διά να τον υπερασπίση κατά των ύβρεων των στρατιωτών και των Ιουδαίων, αι πελώριαι πυγμαί του βαρβάρου συνεσφίγχθησαν εκ λύσσης και οργής. Ο Χίλων αποτόμως τον ηρώτησεν: — Ουρβανέ, ηξεύρεις τις ήτο ο Ιούδας; — Το ηξεύρω!

Ο δυστυχής νέος δεν είχεν εννοήσει την παραγγελίαν του πρώτου των Γύφτων, και έμενεν αδρανής, προσπαθών να παρηγορήση την μητέρα του, ήτις έκλαιε καθ' εκάστην πρωίαν την στέρησιν του συζύγου. Την νύκτα εκείνην ο Πρωτόγυφτος ιδών το θυελλώδες του καιρού, ετόλμησε να ζητήση φιλοξενίαν παρά του Τρέκλα.

Αυτά 'πε και τους τρίποδαις μετρούσε τους ωραίους, τους λέβηταις, τα ενδύματα λαμπρά και το χρυσάφι, και τίποτε δεν του 'λειπεν• αλλ' έκλαιε για την γη του την πατρική, κ' εσέρνονταν της φλοισβερής θαλάσσης 220την άκρη αναστενάζοντας• κ' ήλθ' η Αθηνά σιμά του, κ' εφάνη νέοςτο κορμί, προβάτων επιστάτης, ωσάν τα βασιλόπαιδα τρυφερομορφωμένος• διπλή φλοκάταν εύμορφητους ώμους της εφόρει, 'ς τα λαμπρά πόδια σάνδαλα, και ακόντ' είχετα χέρια. 225 άμα την είδ' εχάρηκε και προς αυτήν επήγε ο Οδυσσέας κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα• «Ω φίλε, αφού πρώτ' ηύρα σετα μέρη τούτα, χαίρε• μη με δεχθής κακόγνωμα, αλλά τους θησαυρούς μου σώσε μου αυτούς, σώσε κ' εμέ• και ιδούτα ποθητά σου 230 γόνατα πέφτω και ως θεόν, ως βλέπεις, σε δοξάζω. και τούτο τώρα λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω• ποια γη 'ναι τούτη; ποιος λαός; ποιο γένος είναι ανθρώπων; κάποιο μην είναι απ' τα νησιά τα ηλιοφωτισμένα, ή άκρ' ηπείρου καρπερήςτην θάλασσα γυρμένη235

Και την νεκράν εκείνην πιστήν γυναίκα κι' ακριβήν την είχεν ο Ρωμαίος. Εγώ τους εστεφάνωσα, εγώ. Και την ημέραν του γάμου των του μυστικού απέθαν' ο Τυβάλτης. Ο άκαιρός του θάνατος εστάθηκεν αιτία εξωρισμένος ο γαμβρός από εδώ να φύγη. Αυτόν η νέα έκλαιε και όχι τον Τυβάλτην

Είπε, και σύγνεφο άνηλιο τον σκέπασε θανάτου, και πέταξε οχ τα στήθια του να πάει η ψυχή στον Άδη, κι' έκλαιε το μάβρο της γραφτό π' αφήκε αντριά και νιότη. Μα και νεκρό έτσι ο Αχιλιάς του φώναξε και τούπε «Ψόφα εσύ τώρα, κι' έπειτα ας μούρθει εμένα ο χάρος, 365 σα θέλει ο Δίας κι' οι λοιποί θεοί να μου τον στείλουν

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν