Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Και πρώτα εγώ, τι ποθητά δε μου ξεχνούσε δώρα· αι λειτουργιές δεν έλειπαν ποτές απ' το βωμό μου, σταλιές και τσίκνα· αφτό πρεσβιό κι' εμάς μας έχει λάχει, 70 Μα :πιος θα πάει εδώ θεός τη Θέτη να μας κράξει, 74 κι' εγώ σωστό 'ναι θαν της πω να λάβει ο Αχιλέας 75 την ξαγορά απ' τον Πρίαμο και το νεκρό ν' αφίσει.»
Και σε μια στιγμή αδειάζουν τις σακούλες τους στην πλάκα και παίρνουν από κείνα, περήφανοι και κάπως λυπημένοι που δε μπορούν ν' αγοράσουν περισσότερα. Έτσι πέρασαν τη ζωή τους ο γέρο Μαλαματένιος κ' η γυναίκα του. Δούλευαν το κλήμα, δούλευαν και τα εργόχερα. Μα δούλευαν μονάχα· ήταν τα χέρια τα καλά και τα χρήσιμα και τίποτ' άλλο. Η τέχνη που τάκανε τόσο ποθητά ήταν η ψυχή της Ελπίδας.
Πουλάκι, νομίζεις, αγαπησάρικο και ομορφόπλουμο, επέταξεν από τα δέντρα της Παράδεισος στη σκοτεινή την κούρνια μας και με το απαλό φτερούγισμα, με τον κελαϊδισμό, με το είνε του, άπλωσε βάλσαμο στις τυρανισμένες ψυχές, ανάδωσε γιγαντωμένη τη χαρά, πλανεύτρα την ελπίδα, τον πόνο και τον μόχθον άβλαβα και ποθητά. Έφευγεν η μαρτιάτικη ημέρα γοργή σαν γυρευτό διάνεμα.
Αυτά 'πε και τους τρίποδαις μετρούσε τους ωραίους, τους λέβηταις, τα ενδύματα λαμπρά και το χρυσάφι, και τίποτε δεν του 'λειπεν• αλλ' έκλαιε για την γη του την πατρική, κ' εσέρνονταν της φλοισβερής θαλάσσης 220 'ς την άκρη αναστενάζοντας• κ' ήλθ' η Αθηνά σιμά του, κ' εφάνη νέος 'ς το κορμί, προβάτων επιστάτης, ωσάν τα βασιλόπαιδα τρυφερομορφωμένος• διπλή φλοκάταν εύμορφη 'ς τους ώμους της εφόρει, 'ς τα λαμπρά πόδια σάνδαλα, και ακόντ' είχε 'ς τα χέρια. 225 άμα την είδ' εχάρηκε και προς αυτήν επήγε ο Οδυσσέας κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα• «Ω φίλε, αφού πρώτ' ηύρα σε 'ς τα μέρη τούτα, χαίρε• μη με δεχθής κακόγνωμα, αλλά τους θησαυρούς μου σώσε μου αυτούς, σώσε κ' εμέ• και ιδού 'ς τα ποθητά σου 230 γόνατα πέφτω και ως θεόν, ως βλέπεις, σε δοξάζω. και τούτο τώρα λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω• ποια γη 'ναι τούτη; ποιος λαός; ποιο γένος είναι ανθρώπων; κάποιο μην είναι απ' τα νησιά τα ηλιοφωτισμένα, ή άκρ' ηπείρου καρπερής 'ς την θάλασσα γυρμένη;» 235
Κ' εκεί που υποσχότανε η κόρη, σφούγγιζε με το μανικοπουκάμισο τα δάκρυά της και κύτταζε τον άντρα της ποθητά κ' έβλεπε το μονοπάτι που ξετυλιγόταν μακρυά, μέσα στου δάσου τα χλωροκύματα. Και βλέποντας έσερνε ανάλαφρα τα χέρια της απ' τις σφιχτοκλεισμένες παλάμες της γριάς και τίναζε το κορμί, σα να τη στένευαν τα ρούχα της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν