United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γαλέρα πετούσε· σε λίγο ήσαν μέσα στο λιμάνι. Φώναξαν έναν Εβραίο, στον οποίον ο Αγαθούλης πούλησε για πενήντα χιλιάδες τσεκίνια ένα διαμάντι, που κόστιζε εκατό χιλιάδες. Ο Εβραίος ωρκιζότανε στ' όνομα του Αβραάμ, πως δε μπορούσε να δώση περισσότερα. Πλήρωσε αμέσως τη ξαγορά του βαρώνου και του Παγγλώσση. Ο τελευταίος έπεσε στα πόδια του ευεργέτη του και τάβρεξε με δάκρυα.

Σου τα λέγω αυτά, επειδή μπορεί και του λόγου σου νάχης τη ρωμαίικη την πετριά της απελπισιάς. Μου φαίνεται σα να είναι κι αυτή σημάδι της εποχής. Όποιος μας τύχη και μισονοιώση τα χάλια μας, να τραβιέται σε μια γωνιά και να χύνη μπόλικα δάκρυα, αθώρητος, αλάλητος, κι ανάκουστος. Σπολλάτη σου, Πατριώτη, που άλλο δεν κάμνεις παρά να χαλνάς το σηκότι σου.

ΜΙΡ. Ωιμέ, τι φροντίδα θα ήμουνα τότε για σε! ΠΡΟΣΠ. Ω! ήσουν ένα Χερουβείμ, εσύ μ' εφύλαξες! Χαμογελούσες εσύ, γιομάτη θάρρος από τον ουρανόενώ εγώ έχυνα στο πέλαο δάκρυα πικρά, και αποκάτου εις το βάρος μου εβογγούσα, εκείνο ανάστησε μέσα μου την ανδραγαθία, έτοιμη να υπομείνη ό,τι μπορούσε ν' ακολουθήση. ΜΙΡ. Πώς αράξαμε; ΠΡΟΣΠ. Με του θεού το χέρι.

Δάκρυα πικρά, οπού κ' εγώτην ξενητειά μου τάχω Για μόνη μου παρηγοριά όσαις φοραίς θυμούμαι Τη σκλάβα την πατρίδα μου! Πόσαις φοραίς κοιμούμαι Κ' εγώ με τέτοια δάκρυατα 'μάτια μου πηγμένα! Δάκρυα, οπού καθένας μας χύνει μακρυάτα ξένα! Ξανασηκώθηκε ορθός. Το 'μάτι του απ' το δάκρυ Λουσμένο, λάμπει γαλανό 'σάν ουρανός τ' Απρίλη Ύστερ' από βαρειά βροχή.

Η Μάρω εσκέπτετο πάντα ταύτα καταπίνουσα τα δάκρυά της και καταρωμένη εξ όλης ψυχής την Κυρά Ρήνη, την αναθεματισμένην Κυρά Ρήνη η οποία ήτο η μόνη πρόξενος των τόσων των κακουχιών. Έστρεφε το βλέμμα πέριξ αναζητούσα μέρος τι, μικράν τινα κατοικίαν, καμμίαν καλύβην ερημικήν, αλλά τίποτε· ούτε δένδρον, ούτε χαμόκλαδον διέκρινεν. . .

Εις το αναμεταξύ που εκείνος ο άνομος εφέρετο εις θάνατον, επέσαμεν η Τζελίκα και εγώ εις τους πόδας του βασιλέως, και τους εκαταβρέχαμεν με τα δάκρυά μας, ευχαριστώντας την μεγάλην του ευσπλαγχνίαν που εις ημάς έδειξεν· έπειτα σηκωνόμενοι εμισεύσαμεν με την Καλεκάρην και Καμπούρ, και ήλθαμεν εις την κατοικίαν που ήμουν, και εκεί εμείναμεν ευφραινόμενοι την ελευθερίαν μας.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και είναι πολύ οδυνηρά τα δάκρυα της μητρός, ήτις χάνει τα τέκνα της. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Συ δε, γέρον, πόθεν έμαθες ταύτα ; ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ηρχόμην φέρων προς σε ΔΕΥΤΕΡΑν επιστολήν κατόπιν της πρώτης, την οποίαν είχες λάβει. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Επιστολήν ίνα έλθω ή ίνα μην έλθω φέρουσα την κόρην μου προς θάνατον; ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ίνα μη την φέρης• διότι τότε είχεν επανέλθει ο σύζυγος σου εις τον ορθόν νουν.

Υπώπτευεν ότι και ο Μανώλης της, καθώς και τ' άλλα παιδιά της θα εγίνετο βορά του απανθρώπου εχθρού της, τον οποίον εφαντάζετο πλέον η δυστυχής, ως άγριον κήτος, όπου εμούστωσεν από το αίμα της γενεάς της. Και τον είχεν αναθρέψει τον Μανωλάκην της με τα δάκρυα η χήρα.

Τότε ο Ντινάς σηκώθηκε: «Βασιληά, ξαναγυρίζω στο Λιντάν, και παραιτούμαι από την υπηρεσία σου». Κ' ενώ η Ιζόλδη του στέλνει θλιβερό μειδίαμα, ανεβαίνει στο άτι του κι' απομακρύνεται, περίλυπος και σκυθρωπός, με το κεφάλι σκυφτό. Όρθια στέκει η Ιζόλδη κοντά στην πυρά. Το πλήθος γύρω, φωνάζει, καταριέται το Βασιληά, καταριέται τους προδότες. Δάκρυα βρέχουν το πρόσωπό της.

Τον ρύστη, Αυτόν που ελεεί κάθε αμαρτωλό και την αιώνια ζωή του δίνει, σε παρακαλώ, αν θες στα πόδια σου να γονατίσω, με δάκρυα να στα ποτίσω, πίστεψέ τον, όπως τον επίστεψε και η Μαγδαληνή Μαρία, κάνοντας έτσι όλη τη Μακεδονία από το θαύμα τούτο νάρθη σε επίγνωσι της αληθείας, και αμβροσία να γεννή το κριθαρόψωμο της εκκλησίας!