United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μεν υπώπτευεν ότι ο Τρέκλας τον είχεν ιδεί, εκτελούντα την νυκτερινήν εκείνην εργασίαν, και επεθύμει να βεβαιωθή περί τούτου, ο δε Τρέκλας ουδόλως τον είχεν ιδεί, και ηγνόει τους σκοπούς του ξένου, όθεν δεν είξευρε τι ήτο αρεστόν αυτώ να τω είπη, το ψεύδος ή η αλήθεια. Εν τούτοις εκ της τελευταίας φράσεως του Τρέκλα ο ξένος εσχημάτισεν ιδέαν τινά.

Ξέρει πολύ καλά πως δεν είμαι ικανή να προδώσω την τιμή του. Μα ξέρει και τούτο, πως δεν μπορώ να ζήσω στα ξένα. Ο νέος δεν ήτο ήσυχος. Υπώπτευεν ότι η γυνή ήτο δολία και εφαντάζετο τον εαυτόν του ως θύμα. Αποτόμως την ηρώτησε·Γίνεται να μη σ' αγάπησε κανένας χωριστά απ' τους άλλους;... και θα τον ήθελες και συ... πριν πανδρευθής... ή ύστερα αφού υπανδρεύθης;

Πόσον διάφορος των Φαρισαίων, οίτινες ισχυρίζοντο ότι υπήρχε μολυσμός εις την απλήν αφήν εκείνων οι οποίοι είχον αυτοί απλώς θιχθή υπό του βεβήλου όχλου, είχον δε διατυπώσει ως κανόνα ότι ουδείς ώφειλε να δεχθή ξένον εις την οικίαν του αν απλώς τον υπώπτευεν ως αμαρτωλόν!

Ο νέος επροσπάθει να σύρη επί της άμμου την βάρκαν, σπεύδων να συνοδεύση την Λιαλιώ επάνω εις το χωρίον. Υπώπτευεν ότι οι άνθρωποι της σκαμπαβίας θα τους εκυνήγουν κ' επί της ξηράς, και, χωρίς να ειξεύρη διατί, ήτο ευτυχής διά τούτο.

Όθεν μίαν ημέραν περί την ανατολήν του ηλίου λαμβάνει όλον το ιππικόν και ολίγους πεζούς και διευθύνεται προς τον ελαιώνα. Ο Κιουταχής, όστις εφοβείτο και υπώπτευεν απ' όλα τα κινήματα του Καραϊσκάκη, είχε πάντοτε ετοίμην μίαν δύναμιν από τριακοσίους ιππείς και χιλίους πεζούς διά να κινήται αμέσως εις την προσταγήν του.

Επέρασαν έξω από το βουρδουναριό, αντικρύ της σιδηράς πύλης του Κοινοβίου, ήτις ήτο κατάκλειστος. Άλλως, γυναίκες ποτέ δεν επήρχοντο εις το ιερόν περίβολον. Κατήλθεν εις τους κήπους όπου είχε συναντήσει την πρωίαν τον καλόγηρον, τον κηπουρόν, όστις της είχε ειπεί διάφορα ρητά από το Ψαλτήριον, τα οποία αυτή δεν ενόει, αλλ' αορίστως υπώπτευεν ότι προσηρμόζοντο κάπως εις την θέσιν της.

Ο Καραϊσκάκης, αφ' ού το φρούριον κατέστη εις την ανήκουσαν ασφάλειαν, βλέπων ότι ήτον αρμόδιος καιρός να εκστρατεύση κατά το προμελετηθέν σχέδιον, προσκληθείς και από τον Γ. Δυωβουνιώτην και I. Ρούκην όντας τότε υποτεταγμένους εις τους εχθρούς, απεφάσισε να κινηθή· έκρινε όμως αναγκαίον να κοινοποιήση προηγουμένως το σχέδιον τούτο και εις τους εις Μέγαρα στρατοπεδευμένους Σουλιώτας αρχηγούς, διά να τους πείση να συνεκστρατεύσωσι προθύμως και αυτοί· και τούτο διότι υπώπτευεν ότι, έχοντες προς αυτόν αντιζηλίαν, εμπορούσαν να μην ακολουθήσωσιν εις την εκστρατείαν, προφασιζόμενοι ότι δεν τους εσυμβουλεύθη.

Δύο έτη εξηκολούθησε διδάσκουσα η Ιωάννα· όλην δ’ αυτής την υπόληψιν εχρεώστει εις την ευγλωττίαν της, διότι ουδείς εν Ρώμη υπώπτευεν οποίοι θησαυροί εκρύπτοντο υπό το ράσον της. Πάντων εκεί τα πρόσωπα ήσαν εξυρισμένα, των δε καλογήρων μόνον η μύτη προέκυπτεν εκ του κουκουλίου.

Και ενώ έλεγε ταύτα, παρετήρει τον Μανώλην, ως να υπώπτευεν ότι η εξαφάνισις της αίγας ήτο δουλειά του. Διατί τάχα όχι; Όλοι οι βοσκοί δεν κλέβουν; Σου κλέβουν δέκα πρόβατα· κλέβεις και συ άλλα δέκα ενός άλλου, και αυτός πάλιν άλλα, κέτσι διατηρείται μία ισορροπία.

Υπώπτευεν ότι και ο Μανώλης της, καθώς και τ' άλλα παιδιά της θα εγίνετο βορά του απανθρώπου εχθρού της, τον οποίον εφαντάζετο πλέον η δυστυχής, ως άγριον κήτος, όπου εμούστωσεν από το αίμα της γενεάς της. Και τον είχεν αναθρέψει τον Μανωλάκην της με τα δάκρυα η χήρα.