United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνοι που σου παρέδωκαν αυτήν την μικράν, ποίας συστάσεις σου έκαμαν; Ποίας παραγγελίας σοι άφησαν περί αυτής; Δεν απήντησα. Αλλ' ο ξένος επανέλαβε μετ' ολίγον·Σπουδαίας συστάσεις σοι έκαμαν περί αυτής, διότι εκείνοι έχουν σκοπούς. Συ όμως δεν τους ειξεύρεις. Εκ της τελευταίας φράσεως εκινήθη άκρως η περιέργειά μου.

— Ω, Θεέ μου, Θεέ μου! — Διατί φοβείσαι τόσον; Μήπως τα παρελθόντα επανέρχονται; — Ω, επανέρχονται είπεν η Αϊμά. Τω όντι, αυτός, αυτός είνε. — Ποίος αυτός; ηρώτησεν η Σιξτίνα, διεγερθείσης της περιεργείας της εκ της τελευταίας φράσεως. — Τίποτε, είπεν η Αϊμά, μεταμεληθείσα. Τίποτε. — Αλλ' ομιλείς μυστηριωδώς, τέκνον μου. Δεν εννοώ. — Ω, όχι. — Θα μοι είπης λοιπόν;

Αυτά θα τ' αφήσουν εις την «Εφημερίδα των Κυριών» και εις την «Οικογένειαν» να τα κοπανίζουν εις τα γουδιά των, συμφέρον γαρ έχουν αυταί να τα κοπανίζουν. Μάτην λοιπόν προσπαθούν αι κυρίαι των διαφόρων ενώσεων και μίξεων να μας πείσουν ότι θα εργασθούν κατά της πολυτελείας. Ή δεν το λέγουν ειλικρινώς ή δεν εννοούν τι λέγουνας με συγχωρήσουν διά την σκαιότητα της φράσεως.

Χα, χα, χα! εφώνησεν εκείνος γελών· με την ώρα σου ήλθεν η όρεξις! Ποίος σου πταίει; μην τα κάμνης μισά! Και αποβαλών τας διόπτρας του ηγέρθη και επλησίασεν εις την εστίαν. — Με τα σωστά σου λοιπόν, αγάπη μου, εξηκολούθησε διά μειλιχίας φωνής, προσπαθών να κολάση την προ μικρού σκαιάν τραχύτητα της φράσεώς του, με τα σωστά σου ζηλεύεις τους γείτονάς μας;

Αλλά τούτο δεν είνε αρκετόν έφ' όσον δεν εννοείς τας αρετάς και τα ελαττώματα των περιεχομένων και δεν αντιλαμβάνεσαι την γενικήν έννοιαν και την κατασκευήν της φράσεως, ούτως ώστε να εννοής εις ποία ακολουθεί τον ορθόν κανόνα ο συγγραφεύς και πόσα είνε κίβδηλα και νόθα και παραχαραγμένα.

Δυσκολώτατον είνε να το αντιληφθή τις καθαρώς, και αδύνατον να το σημειώση στενογράφος. Εδώ μιας φράσεως αρχή, και εκεί το τέλος άλλης. Εδώ ερώτησις μένουσα χωρίς απάντησιν, διότι δεν ηκούσθη, και εκεί απάντησις εις ερώτησιν μη γενομένην. Εδώ επιφωνήματα θαυμασμού προς ευφυολογίαν την οποίαν κανείς δεν εννόησε, και παρέκει διήγησις την οποίαν κανείς δεν ακούει.

Ο μεν υπώπτευεν ότι ο Τρέκλας τον είχεν ιδεί, εκτελούντα την νυκτερινήν εκείνην εργασίαν, και επεθύμει να βεβαιωθή περί τούτου, ο δε Τρέκλας ουδόλως τον είχεν ιδεί, και ηγνόει τους σκοπούς του ξένου, όθεν δεν είξευρε τι ήτο αρεστόν αυτώ να τω είπη, το ψεύδος ή η αλήθεια. Εν τούτοις εκ της τελευταίας φράσεως του Τρέκλα ο ξένος εσχημάτισεν ιδέαν τινά.

Ο εξάδελφός μου μετά του Κ. Σπυράκη διηυθύνθησαν προς την λέμβον διά να ίδουν αν ήσαν εν τάξει τα φορτωθέντα ήδη εντός αυτής κιβώτιά μας. Ο Κ. Μελέτης και εγώ επεριπατούμεν βραδέως επί της άμμου, απομακρυνόμενοι της παρά το καφενείον τύρβης. Ο γέρων εφαίνετο ότι επεθύμει κάτι να είπη. Πράγματι, μετά τινων λεπτών σιωπήν, διέκοψε τον περίπατον και μετά της μεμετρημένης φράσεως του,

Είδες δα, τι λαμπράν θέσιν επέτυχεν ο Κ . . ., χθεσινό μόλις παιδί; Πώς τα κατάφερε; Δεν νομίζεις ότι κάπως γρήγορα . . . — Δεν βαρηέσαι! Και διά της φράσεως ταύτης συγχωρούμεν παν αμάρτημα, και απολύομεν πάντα πταίστην. Α φ ί ε ν τ α ί σ ο ι α ι α μ α ρ τ ί α ι λέγομεν περί παντός λέγοντος καθ' εαυτόν: δεν πειράζει. Αφίενταί σοι αι αμαρτίαι, διότι βιαζόμεθα και ημείς ως και συ.

Κάτι επίεζε το στήθος του από τινος, κάτι τι βαρύ, οδυνηρόν, ωσάν προαίσθημα συμφοράς . . . Και το αίσθημα τούτο επετάθη ότε, μίαν εσπέραν, εισελθών αίφνης εις τον προθάλαμον, ήκουσε τον φίλον του να λέγη, αποτεινόμενος εις την συζυγόν του, «χρειάζεται πολλή προσοχήΈγεινεν έκτοτε σιωπηλότερος, πλέον σοβαρός· εσκέπτετο επί της φράσεως εκείνης, ήτις πολλά ηδύνατο να σημαίνη . . .