United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα όταν στο χέρι ο μαχητής την πήρε Πολυποίτης, τότες όσο σφεντονάει βοσκός αλάργα τη μαγκούρα 845 που με στροφές στροφές περνάει το βοϊδινό κοπάδι, τόσο όλους πέρασε έφκολα. Και χούγιαξε το πλήθος. Τότες σηκώνουνται και παν οι παραγιοί και παίρνουν στα βαθουλά καράβια τους τ' αφεντικού τη σφαίρα. Κατόπι σίδερο ψαρύ των σκοπεφτάδων βάζει, 850 δέκα απιθώνοντας μισά κι' ολόκληρα πελέκια.

Ο μικρός ο Λεωνίδας, πούχε ακούσει τα μισά της λόγια, γύρισε και κύτταξε τον πατέρα του. — Δε μου λες, πατέρα, τρελλάθηκε η θειά η Ταρσίτσα; Ο παπάς κούνησε το κεφάλι του: — Ή τώρα τρελλάθηκε, παιδί μου, ή τώρα βρήκε τα λογικά της. «Άδηλα και κρύφια» τα μέσα του ανθρώπου... «Μ' έφαε το σκυλί

Τάλλο το κόνεμά μας είτανε στην Αγιά Ειρήνη, από την παρακείθε πλαγιά του βουνού, δίπλα στ' Απανωχώρι. Εκεί το λοιπόν μπρος στο Καφενείο, αντάμωσα τον καλό μου τον Πέτρο που σούλεγα παραπάνω. Ήρθε κατόπι κι ο αδερφός του ο Παυλής, δικηγόρος κι αυτός, και μας βρήκε. — Και φορούσανε Κρητικά οι δικηγόροι αυτοί; — Δηλαδή μισά μισά, μάλιστα ο Παυλής.

Ήταν η κυρά Πανώρια κι ο γιος της ο Δημητράκης. Ήταν ιδρωμένος κ' είχε τα πόδια πληγωμένα. Στην ίδια κατάσταση βρισκόταν κ' η μάννα του. Η φορεσιά της ήταν καθαρή μα ξεσκλιάρικη. Τα παπούτσια της μισά και τρύπια. Αίμα έτρεχε από τα πόδια της κι από τα μάτια της δάκρυα. Εβάδιζε όμως ορθά και μεγαλόπρεπα δίπλα στο γιο της, σα να ήθελε να δείξη και στη συφορά της την αρχοντιά και την περηφάνεια της.

Μετά το μεσημέρι όμως όλος ο κόσμος είχε γυρίσει στις καλύβες, κάτω στο ξέφωτο και ο ντον Πρέντου δεν είχε περάσει ακόμη. Τότε ο Έφις ανέβασε τους συντρόφους του μέχρι το ξωκλήσι, όπου λίγοι μόνο νέοι ήταν μαζεμένοι σ’ έναν βράχο για να δουν τα βερβέρικα άλογα που τρέχανε στα μισά της πλαγιάς του βουνού.

Το κάνω μόνο γιατί, αν δοκίμαζα να σου τα πω, δε θα μπορούσα να πω ούτε τα μισά απ' όσα ήθελα. »Έχω τόσα πολλά μέσα μου, τόσα πολλά, που δεν τα είπα ποτέ ούτε σένα ούτε άλλου κανενός, γιατί γνωρίζω πως δεν μπορώ να τα πω ποτέ. Έτσι είμουνα πάντα κ' έτσι θα μείνω.

Μπήκαν οι άλλοι να τους χωρίσουν, αλλά κι' αυτοί χωρίσθηκαν σε δυο: άλλοι με τον έναν κι άλλοι με τον άλλον. Εκείνος οπού είχε βρη την σακκούλα επέμενε να βαστάη τα μισά, λέγοντας: Δικαιούμαι να βαστάξω τα μισά, διότι αν δεν το φανέρονα, ότι ηύρα την σακκούλα, μπορούσα να τα φάω όλα τα χρήματα, που είχε μέσα.

Εκείνος πάλι, που την είχε χάσει, επέμενε να τα ζητάη όλα, λέγοντας: — Δεν δικαιούσαι να μου βαστάξης τα μισά, διότι δεν είμεστε απ' άλλο καρβάνι συ κι' απ' άλλο εγώ, αλλ' είμεστε από το ίδιο καρβάνι· κι' είμεστε σύντροφοι, κι' ως σύντροφοι είμεστε αδέρφια και υποχρεούμεστε ο ένας να βοηθάη τον άλλο, κι' όχι να κερδίζουμε ο ένας από τον άλλο.

Όσοι όμως ξόδιασαν και τόσο μελάνι να τα περιγράψουν, αυτοί τα μετρήσανε με μέτρο, που αν τα βάζανε για μερικούς δικούς τους, μήτε για τα μισά τους δεν έσωνε.

Επομένως δεν είναι ποτέ δυνατόν, από τον αποκτώντα διπλάσια και εξοδεύοντα τα μισά να γίνη πλουσιώτερος όστις κάμνει τα αντίθετα από αυτά. Είναι δε από αυτούς τους δύο ο μεν είς αγαθός, ο δε άλλος όχι κακός, εάν είναι απλώς φιλάργυρος. Πολλάκις όμως είναι και πάγκακος. Αγαθός όμως, καθώς είπαμεν προ ολίγου, ποτέ δεν είναι.