United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άσπρισαν τα μαλλιά μου, κι ακόμα τρέμω σαν την ανιστορήσω την καταστροφή εκείνη του σπιτιού, του χωριού, της μάννας μου και της αδερφούλας, σα συλλογιούμαι πως την ώρα που με σήκωναν από το χάλασμα και με βάζανε στην τέντα με το σπασμένο το πόδι, κοίτουνταν κ' οι δυο τους άψυχες κάτω από τις μαύρες τις πέτρες. Μια φορά μοναχά μου τα είπε ο γέρος.

Όσοι όμως ξόδιασαν και τόσο μελάνι να τα περιγράψουν, αυτοί τα μετρήσανε με μέτρο, που αν τα βάζανε για μερικούς δικούς τους, μήτε για τα μισά τους δεν έσωνε.

Αναγούλα σε πιάνει διαβάζοντας την περιγραφή της ελεεινής εκείνης κωμωδίας. Είχε πια καταντήσει όχι εμπόριο, παρά ληστεία η Αθηναϊκή η διδασκαλία. Ως και μεσίτες φύλαγαν κάτω στον Περαία και μάζευαν τους ξένους για να τους φέρουνε στα σοφιστικά καταστήματα. Μα κι ως το Σούνι ξεκινούσανε και τους βάζανε στο χέρι, και τους φοβέριζαν κιόλας ανίσως κ' είχανε σκοπό να κατέβουν αλλού.

Λέμε του καιρού εκείνου επίτηδες, επειδή κάτι αργότερα αν κ' έμεινε πάντα ο ίδιος ο ρυθμός, και σε τούτο στάθηκε η Αγιά Σοφιά πρότυπο, άλλαξαν όμως οι θόλοι, και σε πολλούς ναούς τους έστηναν απάνω σ' οχτάγωνους γύρους· αλλού πάλε βάζανε σωρό θόλους και στόλιζαν τους γύρους εκείνους με διπλά ή μονά παραθυράκια· καθώς κι άλλες παρόμοιες αλλαγές.

Ήτανε περικυκλωμένοι από καμιά πενηνταριά Αυτιάδες ολόγυμνους, ωπλισμένους με βέλη, ρόπαλα και μπαλτάδες από πέτρα. Μερικοί βάζανε να βράσει ένα μεγάλο καζάνι' άλλοι ετοιμάζανε σούβλες κι' όλοι τους φωνάζανε: — Είναι Ιησουίτης! ένας Ιησουίτης! Θα εκδικηθούμε, θα κάνουμε ωραίο τσιμπούσι! Φάμε τον Ιησουίτη! Φάμε τον Ιησουίτη!

Και στη μέση λεβέντη, με πρόσχαρη όψη, και μ' ολόξυπνα μάτια. Αυτός είναι που την πέταξε την πρώτη τη μπόμπα μέσα στη δασκαλήσια τη φάλαγγα. Ξαφνικό τους ήρθε σαν ξέσπασε. Κανένας τους δε βγήκε να τον ανταμώση και να του ρίξη, ας είναι και μια τουφεκιά. Παιδιά βάζανε και τούρριχταν πέτρες. Μα το «Ταξίδι» του ολονένα ταξιδεύει ανάμεσά τους, και τους σπέρνει φωτιά και καπνό.

Αυτός όμως τραβούσε το δρόμο του, ήξερε πως κάτι τι τον φύλαγε σα φυλακτό απ' τη λύσσα των σκυλιών. Και είχε δίκαιο. Τα σκυλιά τρέχανε από πίσω του, τον ζυγώνανε να τον ξεσχίσουν με τα δόντια, μα μόλις τον ζύγωναν κάτι τα σταματούσε. Βάζανε την ουρά κάτω από τα σκέλια τους και φεύγανε με λυπητερές στριγλιές, σαν να τα είχε δαρμένα.