United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τράβαε και τράβαε κι’ όλο μπροστά τραβούσε, Καβάλλα απάνω στο θεριό, που ρυάζουνταν με λύσσα. Κι’ έβγαζαν τα ρουθούνια του φωτιά, καπνό και λαύρα, Και παίρναν τα βουνά φωτιά και καίγονταν τα δέντρα.

Έσκυψε μέσα του: έσκαβε, σιωπηλός, τραβούσε, τραβούσε, όπως την πέτρα από ένα πηγάδι. Τελικά ανασηκώθηκε αναστενάζοντας, κουρασμένος και αδύναμος. «Τζατσίντο, άκου τι έχω να σου πω. Έτσι είναι ο κόσμος. Ο ντον Πρέντου θέλει να παντρευτεί τη ντόνα Νοέμι και η ντόνα Νοέμι δεν θέλει. Εσύ φταις γι’ αυτό

Κι' ο Έχτορας μιας κι' έπιασε τ' αδερφικό κεφάλι, δεν τ' άφινε· κι' ο Πάτροκλος αντίκρυ απ' το ποδάρι τραβούσε, κι' έστησαν σφαγή οι άλλοι πεισματάρα.

Εκεί έσμιγε και Σκιάξιμο κι' Αμάχη, εκεί και Χάρος 535 κρατώντας άλλον ζωντανό βαθιά νιοπληγωμένο, άλλον τραβούσε και νεκρό μες στη σφαγή απ' το πόδι, και ρούχα φόραε κόκκινα στο αίμας βουτημένα. 538 Κι' έφτιασε μέσα λιγδερό χωράφι, πλούσιο κάμπο, 541 φαρδύ και τριπλογύριστο· κι' εκεί πολλοί οργωτάδες ζεβγάρια στριφογύριζαν λαλώντας πέρα δώθες.

Το πιστικούδι πήγαινε μπροστά, κρατώντας στο δεξί του χέρι μια μεγάλη δαύλα αναμμένη και την έσερνε πέρα δώθε για να φέγγη τον δρόμο, γιατί τ' ανεμοσούρι δεν άφινε ούτε λαμπάδα, ούτε δαδί αναμμένο. Κατ' αυτόν τον τρόπο πήγαινε στην εκκλησιά κι' όλο τ' άλλο Χωριό. Κάθε φαμίλλια έβανε μπροστά έναν άντρα, ή μια γυναίκα, μένα δαυλί στο χέρι και τραβούσε για την εκκλησιά.

Από πάνω ο βράχος του Φιλοπάππου που, ό,τι κρύο και νάκανε τώρα το χειμώνα, τους βαστούσε το Βορριά και τραβούσε όλες τις αχτίδες απάνω του και σαν έκανε καλωσύνη μύριζε πέτρα λιασμένη και μοναξιά βουνίσια και γαϊδουράγκαθο διψασμένο.

Είναι φοβερό ν’ ακούση κανείς, πως γίνεται αυτό το κηρί! Εκείνος, που έχει ανάγκη από τέτοιο κηρί, πηγαίνει και ξεκοιλιάζει έναν άνθρωπο, του αρπάζει την ξυγγοπάνα, που σκεπάζει τα εσωτικά του και φεύγει. Αλλά για να είναι χρήσιμη αυτή η ξυγγοπάνα, πρέπει ο άνθρωπος που την είχε, να είταν ζωντανός την ώρα, που ο φονιάς την τραβούσε από μέσα.

Ο άνεμος τραβούσε δυνατά, κι' η κάκω η Μήτραινα έτρεχε γλήγορα, πατώντας, όπως λάχαινε, μέσα στες λάσπες, για να φτάση το γληγορότερο στο σπιτοκάλυβό της και να σφίξη στην αγκαλιά το παιδί της.

Ο Τζατσίντο δεν ξέχασε ποτέ τα μάτια του Έφις εκείνη τη στιγμή: μάτια που έμοιαζαν να ικετεύουν από το βάθος μιας αβύσσου, ενώ το χέρι που έσφιγγε το δικό του τον τραβούσε προς τα κάτω, προς τη γη, και το σώμα του υπηρέτη διπλωνόταν και σιγά σιγά κατέρρεε. Εκείνος όμως σιωπούσε. Ο Έφις του άφησε το χέρι, διπλώθηκε και έπεσε.

Τι του τρέχει ως τα στερνά του δεν το ξέρει». Μπήκα μέσα στη φυλακή, ένα σκοτεινό κατώγι της Αστυνομίας μ' ένα μικρό παραθυράκι κλεισμένο με σιδερένια κάγκελλα. Ο Γιάννης ο Αγάλλος καθότανε σ' ένα ξύλινο σκαμνί, σε μια γωνιά, και τραβούσε ήσυχα το τσιμπούκι του, σαν να μην είχε γίνει τίποτε. Το ροδοκόκκινο πρόσωπό του, με τα λίγα ψαρά γενάκια, ήτανε φρέσκο-φρέσκο και πρόσχαρο.