United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ό, τι σπέρνει κανείς θερίζει.» «Νοέμι, γιατί μιλάς έτσι; Σαν να τρελάθηκες, εδώ και κάμποσο καιρό! Δεν σκέφτεσαι πια λογικά. Γιατί λες πως σε κοροϊδεύει, αφού έστειλε μαντάτα πως σ’ αγαπά;» «Ένα υπηρέτη έστειλε να μου το πει!» Η ντόνα Έστερ κοίταξε τον Έφις, αλλά ο Έφις σιωπούσε με κατεβασμένο το κεφάλι, όπως έκανε κάποτε, όταν οι αδελφές φιλονικούσαν.

Ένας σκοτεινός κύκλος με ένα δαχτυλίδι φωτός τριγύρω, όπως το είχε ονειρευτεί, τους περιέβαλε. «Έπειτα, εγώ ήθελα να σου μιλήσω όταν θα ήσουν μόνος, Έφις. Η Έστερ μερικά πράγματα δεν τα καταλαβαίνει. Κι εσύ έπραξες άσχημα να φλυαρήσεις μαζί της: ούτε εσύ καταλαβαίνειςΕκείνος σιωπούσε.

Ο Τζατσίντο δεν ξέχασε ποτέ τα μάτια του Έφις εκείνη τη στιγμή: μάτια που έμοιαζαν να ικετεύουν από το βάθος μιας αβύσσου, ενώ το χέρι που έσφιγγε το δικό του τον τραβούσε προς τα κάτω, προς τη γη, και το σώμα του υπηρέτη διπλωνόταν και σιγά σιγά κατέρρεε. Εκείνος όμως σιωπούσε. Ο Έφις του άφησε το χέρι, διπλώθηκε και έπεσε.

Ο ντον Πρέντου έμεινε εκεί όλη την ημέρα, καλεσμένος σε γεύμα από τις ξαδέλφες του. Μιλούσε, γελούσε, κορόιδευε πάλι τους άλλους∙ κάθε τόσο όμως σιωπούσε και για τον λόγο ότι η Νοέμι ασχολιόταν λίγο μαζί του. Μια βαριά σιωπή πλάκωνε τότε τον Έφις, κι εκείνος καταλάβαινε ότι τους ήταν εμπόδιο, ότι γινόταν βάρος και έδινε στενοχώρια στις γυναίκες αλλά και στον ίδιο τον ντον Πρέντου.

Ο άνδρας της σιωπούσε εντελώς γι' αυτή τη σχέση, καθώς και αυτή πάντα είχε σιωπήσει· αλλά ήθελε περισσότερο να του αποδείξη με έργα πως είχε αισθήματα αντάξια των δικών του. Την ίδια μέρα που ο Βέρθερος είχε γράψει στο φίλο του το ύστερο γράμμα ήταν μια Κυριακή προ των Χριστουγένων· ήρθε το βράδυ στην Καρολίνα και την βρήκε μοναχή.

Έμενα εκεί, αποβλακωμένος, καθισμένος ακίνητος να ακούω την κυρία να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει ή παρέα με την υπηρέτρια που σιωπούσε. Καθόμουν στο τραπέζι μαζί τους, τους άκουγα να αστειεύονται, να κάνουν σχέδια για μένα, σαν να ήμουν γιός τους, και όλη αυτή η κατάσταση που προξενούσε λύπη, με ταπείνωνε, και όμως δεν μπορούσα να φύγω.

Ο Βέρθερος επήγαινε στο δωμάτιο δω κ' εκεί και, όταν έμεινε μόνος, πάλι επήγε στην πόρτα της κάμαρας και φώναξε με σιγανή φωνή: «Καρολίνα! Καρολίνα! μόνο μια λέξη ακόμη! ένα αποχαιρετισμόΑυτή σιωπούσε. Εκείνος περίμενε και παρεκάλει και ξαναπερίμενε· τέλος αποσπάσθηκε από τη θέση του και εφώναξε: «Χαίρε! Καρολίνα! χαίρε για πάντα! » Έφθασε στην πόλη της πόλεως.

Αντροπατεί, εξήγησε η αδελφή μου, όπως άκουσε τη μητέρα να λέγη. Εμεγάλωσε· δεν τονε θωρείς; Εγώ ο ίδιος δεν είχα προσέξει σ' αυτή τη μεταβολή της φωνής μου. Αυτή δε η παρατήρηση και τα σχετικά που άκουσα μούδωκαν αφορμή κιάλλων σκέψεων. Συλλογισμένο ήτο και το Βαγγελιό· κενώ τάλλα κορίτσια τραγουδούσαν ή έψαλλαν τροπάρια του επιταφίου, αυτή σιωπούσε.

Η ντόνα Ρουθ σιωπούσε την ώρα που κουβέντιαζαν οι αδελφές της, ίδρωνε όμως ακουμπισμένη στη ράχη της καρέκλας. με τα χέρια να κρέμονται σαν νεκρά στα πλευρά της.

Στη μικρή αυλή όλα γίνανε άνω κάτω: τα περιστέρια πέταξαν στη στέγη, οι γάτες σκαρφάλωσαν στους τοίχους, μόνο η γυναίκα σιωπούσε για να μην τραβήξει την προσοχή του κόσμου και έσκυβε για ν’ αποφύγει τα χτυπήματα προστατεύοντας τον εαυτό της με το αδράχτι.