United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η υπηρέτρια που μ' άκουσε κάτι να μουρμουρίζω, κοντοστάθηκε και ξαναείπε δειλά: — Μη βιάζεσαι, αφέντη. Αυτός, που σε γυρεύει, δεν είνε και πολύ κύριος... Δε βρήκα ούτε τη δύναμι να γελάσω. Πέρασα βιαστικά τα ρούχα μου και βγήκα στο γραφείο. Προτιμούσα να με είχε ξυπνήσει ο χαλασμός του κόσμου, απ' το υποκείμενο, που παρουσιάστηκε πρωί-πρωί, μπροστά στα μάτια μου. — Εδώ είμαστε πάλι!

Λεπτό περιδέραιο από χρυσάφι και πετράδια στολίζει το φωτεινό της μέτωπο: — Η Βασίλισσα! λέει σιγανά ο Καερδέν. — Η Βασίλισσα; λέει ο Τριστάνος. Όχι, είναι η Καμίλλη, η υπηρέτρια της». Έπειτα, σ' ένα ψαρρί άλογο έρχεται μια άλλη πειο άσπρη από το χιόνι του Φλεβάρη, πειο ροδαλή από τα τριαντάφυλλα. Τα λαμπρά μάτια της κάνουν μαρμαρυγές όπως τ' αστέρια στο καθαρό νερό της πηγής.

ΑΡΓΓΑΝ Αυτή η πανούργα θα με πεθάνη, αγάπη μου. ΜΠΕΛΙΝΑ Κουνήσου απ' τη θέσι σου! ΑΡΓΓΑΝ Αυτή φταίει για όλη τη χολή που βγάζω. ΜΠΕΛΙΝΑ Μη στενοχωρήσαι τόσο πολύ. ΑΡΓΓΑΝ Είνε τόσος καιρός που σου λέω να τη διώξης. ΜΠΕΛΙΝΑ Θεέ μου! δεν υπάρχει υπηρέτης, δεν υπάρχει υπηρέτρια, παιδί μου, που να μην έχουν τα ελαττώματά τους.

Το ολίγον ρετσινάδον ήτο μία όλη οκά, την οποίαν η μονόφθαλμος υπηρέτρια του παντοπωλείου «η Ματαιότης» ήλθε να καταθέση επί χωλής τραπέζης με δυο ποτήρια και δρακιάν μαύρων ελαιών.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Την κλαίει• και κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του τήνε θερμοπαρακαλεί να μη του φύγη ακόμα. Αλλ' όμως πράγμα αδύνατον ζητά. Γιατί η αρρώστια την έφαγε την δύστυχη, και έρχεται το τέλος.

Είχε μια νέα υπηρέτρια χριστιανή και μια μέρα της λέει: — Θες, μωρή, να σε παντρέψω; — Θέλω, αγά. — Διάλεξε τον καλλίτερο Ρωμιό ντεληκανή να σου τόνε βλοήσω.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ο άνδρας της ετοίμασεν ο ίδιος τα στολίδια που θα της βάλη στον νεκρό. ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Τουλάχιστον ας μάθη πως θα πεθάνη ένδοξη, και θα το πη ο κόσμος πως ήταν η καλλίτερη γυναίκα εις την γη μας. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Αλήθεια, η καλλίτερη!

Όλος ο κόσμος εδώ μ' ερωτά· «Άνδρας σου είναι; Άνδρας σου είναιΈως και η υπηρέτρια κάτω, κοντά εις τάλλα, μου το ηρώτησε και τούτο· «Άνδρας σου είναιΕδώ, φαίνεται, άλλο παρά ανδρόγυνα δεν βλέπει κανείς μαζή. — Με συγχωρείς την αδιακρισίαν μου, κυρά μου. Δεν ήθελα να σε πειράξω με την ερώτησίν μου. — Δεν μ' επείραξες, κύριε, και δεν το έχω παράπονον ότι μου έκαμες την ερώτησιν.

Ακόμη και η υπηρέτρια, η οποία φοβείται να είπη εμπρός εις τον κύριον διά κάποιον λογαριασμόν της μοδίστρας, είναι και αυτή παλαιά. Απέναντι όλων αυτών των παλαιών γυναικών η ζωγράφος είναι νέα γυναίκα. Ζη από την εργασίαν της και λατρεύει το ωραίον. Εις την πενθεράν της χαρίζει μίαν εικόνα του Παρθενώνος και μίαν προτομήν του Ερμού.

Σ' αυτές τις λέξεις αισθάνθηκε τον εαυτό του νικημένο από συγκίνηση· έδωκε σε κάθε παιδί κάτι τι, ανέβηκε στο άλογό του, άφησε χαιρετίσματα στο γέρο και έφυγε με δάκρυα στα μάτια. Κατά τις πέντε ήρθε στο σπίτι και είπε στην υπηρέτρια να κυττάξη τη φωτιά και να την διατηρήση έως την νύκτα.