United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας Οφφικιάλος βασιλικός βλέποντάς τον ότι ήτον ξένος, τον ηρώτησε, τι γυρεύει εις εκείνην την αυλήν. Εγώ είμαι ένα Βασιλόπουλον ξένον, του απεκρίθη ο Καλάφ, και έρχομαι να παρουσιασθώ εις τον Βασιλέα διά να αποκριθώ εις τα αινίγματα της βασιλοπούλας θυγατρός του.

Η όψη των πραμμάτων, φίλε μου, δεν μνήσκει ποτέ σε μίαν στάση. αλλάζει άκοπα από ημέραν σ' ημέραν, και όποιος γυρεύει την χθεσινήν. γυρεύει εκείνο, οπού όσοι τον ακούσουν θελά γελάσουν.

Τι δεν μπορούσε να κάμη ένας νους που είναι καλός τρεις μέρες να τυραννιέται γράφοντας δυσκολοχώνευτους στίχους, πλέκοντας ανωφέλητα εγκώμια, ή κυνηγώντας τιποτένια ρουσφέτια, — τι δεν μπορούσε να κάμη αν ξεχνούσε τον εαυτό του, και θυμούνταν το ταλαίπωρο το έθνος που τίμιους κι αυταπάρνητους εργάτες με το λυχνάρι γυρεύει, κ' έναν δε βρίσκει!

Επεριπάτησεν αυτή όλην την ημέραν χωρίς να αναπαυθή και προς το βράδυ έφθασεν εις μίαν πολιτείαν, που ήτον πλησίον εις ένα παραθαλάσσιον· εκτύπησε κατά τύχην την πόρταν ενός μικρού σπητιού, εις το οποίον εκατοικούσε μία καλή γραία. Αυτή ανοίγοντάς την πόρταν, την ερωτήσε το τι γυρεύει.

Ο διάβολος φωνάζει μέσα εις τα έντερα του τρελλού και γυρεύει να του δώσουν δύο ψαράκια να φάγη. Μη φωνάζης, μαύρε άγγελε, και δεν έχω να σου δώσω να φάγης. ΚΕΝΤ Τι έχεις, ω αυθέντα μου; Τι βλέπεις και θαυμάζεις; Εδώτο στρώμα πλάγιασε ν' αναπαυθής ολίγον. ΛΗΡ Την κρίσιν πρώτα να ιδώ. Οι μάρτυρες ας έλθουν! Συ, που φορείς κριτού στολήν, 'ς την μέσην να καθίσης.

Μα αυτό είναι μια σοβαρή πλάνη κι όποιος την πιστεύει δεν έχει γνώση της πιο τέλειας φόρμας της Κριτικής, που εις την ουσία της είναι καθαρά υποκειμενική και γυρεύει να φανερώση το δικό της κι όχι ξένα μυστικά. Γιατί η υψηλή Κριτική την Τέχνη δεν την παίρνει για να την εξηγή, παρά για να πη απλώς τις εντυπώσεις που της κάνει. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Αλλά έτσ' είναι πράγματι;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Φεύγεις; γιατί εγώ ευθύς θα σε τσακίσω κεντώντας σ' από πίσω, σαν άλογο ζευγμένο απ' όξω απ' το ζυγό! ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ Τι είνε ν' αγαπά κανείς τα πράματα πούνε κακά! Θαρρώ πως γρήγορα θα βρη εκείνο που γυρεύει: ήθελε νανε ικανός ο γυιός του, ν' αγορεύη, κι' όλα τα δίκηα να νικά με εναντία γνώμη, λέγοντας και παμπόνηρα, μ' όσους βρεθή, ακόμη. ΣΚΗΝΗ ς'. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ναι, πατέρα.

Μα σα Γιάννης, δίχως γνώση, Τον επόνεσε η καρδιά Και του κόλλησε μεράκι Για την κόρη του παππά! Τάκουσαν μικροί, μεγάλοι Και γελούσαν Ωχ! Ωχ! Ω! Παλαμίδα σου μυρίζει Ν τ ε ϊ μ ε ν τ έ να φας κολοιό ΄ Στον παππά πηγαίνει ο Γιάννης Μια και δυο και του μιλεί. Και την Ελενιώ γυρεύει Και το χέρι του φιλεί.

Η όψη του χλομή, αυστηρή· το μάτι σαν απόκοσμη λάμψη του φωτά· σα χήτη λιονταριού μακριά στην πλάτη του χύνονται τα ολόμαυρα μαλλιά. «Απάνω! ορθοί όλοι! αλίμονο που χάρη του τυράννου γυρεύει, του ληστή, και το δικό του δε χιμά να πάρη και την πόρτα δε σπα σα δεν του ανοιεί»,

Μα αυτοί δεν έχουν αρκετά χρήματα για να πληρώνουν το δάσκαλο, ούτε έχει περισσευούμενα να τους στείλει η εκκλησιαστική αρχή. Λοιπόν παρακαλούν οι χωριάτες να τους σταλθούν από την Ελλάδα χρήματα. Κι αυτό το κάνουν όχι ένα, όχι δυο, μόνον άπειρα χωριά. Γυρεύει το χωριό βοήθεια από την Ελλάδα, γιατί η νόμιμη αρχή του, ο Τούρκος, δεν το προστατεύει.