United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' επιάστηκαν σε πόλεμο, και επιάστηκαν σ' αμάχη, Ποιος ζήση απ' όλους να ριχτή την ώμορφη ν' αρπάξη. Ο παντρεμμένος έφτακε καββάλα 'ςτ' άλογό του. Κ' εκεί που εκείνοι αμάχονται και ένας χτυπάει τον άλλον, Βγάζει το δαμασκί σπαθί, οφίγγεται μέσ' 'ς τη σέλλα, Κεντάει τ' αλόγου τα πλευρά και ρίχνεταιτη μέση Χτυπάει εδώ και σφάζει εκεί κι' ολούθε τάφο ανοίγει.

Η πρώτη ήταν εκείνη του Έφις επάνω σ’ ένα άλογο φορτωμένο με δισάκια και μαξιλάρια και η άλλη ήταν ενός ξένου επάνω σε ένα ποδήλατο που άστραφτε κόκκινο διασχίζοντας σαν βέλος την αυλή. Η Γκριζέντα πετάχτηκε όρθια ακουμπώντας στον τοίχο, τόσο πολύ είχε ταραχτεί. Και το ακορντεόν σταμάτησε να παίζει. «Ντόνα Έστερ μου! Ο ανιψιός σας

Ντυμένοι την από πετσί λύκου προβιά του Pierre Vidal φεύγομε μπροστά στα λαγωνικά, και μες στην πανοπλία του Lancelot πηδάμε από της Βασίλισσας το Άλσος 'πάνω στο άλογο. Εψιθυρίσαμε τον έρωτά μας τον μυστικό κάτω από την κουκούλα του Abelard, και κάτω από τη λευκασμένη φορεσιά του Villon τραγουδήσαμε τη ντροπή μας.

Λοιπόν μια μέρα, στο κυνήγι, καθώς ο Βασιλέας ακούγοντας το θόρυβο των κυνηγών και των λαγωνικών, κρατούσε το άλογο του στη μέση ενός ωργωμένου χωραφιού, πήγαν κοντά του καλπάζοντας και οι τρεις: «Βασιληά, άκουσέ μας. Είχες καταδικάσει τη Βασίλισσα χωρίς δίκη, κ' ήταν άδικο. Σήμερα την αθώωσες πάλι χωρίς δίκη.

'Στόν πύργο κόρη κάθεται με δεκαπέντε σκλάβαις, Κι' όλο αρμαθιάζει τα φλουριά και τα μαργαριτάρια. Αρμάθιαζε, ξαρμάθιαζε τα κρέμαε 'ςτο λαιμό της, 'Στά παραθύρια ξέβγαινε και γλυκοτραγουδούσε. Ξανοίγει γλήγορο άλογο 'ςτήν άκρη από τον κάμπο. Γλυστράει 'ςτό χιόνι το στρωτό, σαν η αστραπή 'ςτά νέφια, Κ' ένα ψηλό χλημίντρισμα βολαίς-βολαίς ξεχύνει.

Όχι! δεν είνε όνειρο, κι' ουδέ κοιμάσαι ακόμα Σ' έφερε τ' άλογό σου εδώ κομμάτια 'ςτό δισάκι Κ' εγώ, που μ' εξεγλύτωσες απ' τη σκλαβιά μια μέρα Εγώ με την αγάπη μου και με τα δάκρυά μου, Εγώ μ' αθάνατο νερό σ' ανάστησα, λεβέντη. Τώρ' αρματώσου γλήγορα, ανέβα 'ςτ' άλογό σου Και χτύπα το, σαν αστραπή 'ςτό σπήτι να φέρη.

Ο πεντάξυπνος όμως ο Σφακιανός του, που πέτρα Κρητικιά δε σήκωνες να μην τονε βρης αποκάτω, που έπραξε κ' έπαθε πολλά στον καιρό του, τον ήξερε καλλίτερ' από μας το Μυλόρδο. Τον άφινε και γύριζε, σκάλιζε, κ' έγραφε έγραφε, ώσπου χαρτάκι άγραφο δεν τούμνησκε πια όταν μπαίνανε στ' Αποδούλο μια βραδινή, ό,τι βασίλευε ο ήλιος, αποσταμένοι κ' οι τρεις τους, Μυλόρδος, άλογο, Σφακιανός.

Μπα μπα σε καλό σου! ακούστηκε πίσω του η φωνή της κόρης. Ακόμα δεν ήρθες κ' έπιασες τη δουλειά! — Δε μένει καιρός για καθισό, Ελπίδα· ούτε στιγμή δε μένει καιρός... Εκεί κάτου στο σπίτι μας μουχλιάζει κανείς· είνε ναρκωμένος ο αέρας. Εδώ φυσάει δροσερός και ζωογόνος. Κεντάει τα νεύρα μου στη δουλειά, σαν το σπιρούνι το γερό τ' άλογο.

Ύστερα από ολίγας ημέρας πάλιν, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος, διέκρινα, σαν μέσα στα σύννεφα όμως, ένα εύμορφον καβαλλάρην, σαν τον άγιον Γεώργιον, οπού είδα εις το εγκόλπιον του αρχιερέως, ο οποίος, θαμβά- θαμβά, ήρχετο κ' εστέκετο εμπρός μου ώραν πολλήν, επάνω εις το άλογο και μου έφεγγε τάχα μ' ένα κηράκι και μ' ελιβάνιζε με μοσχολίβανον, οπού εγέμιζεν η καρδία μου από την ευωδίαν· κ' εχόρταινα ως να ελάμβανα τροφήν κ' εδυνάμωνα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πήγαινε, σε παρακαλώ, που σ' έχω αγαπημένο απ' τους ανθρώπους πειο πολύ, να μάθης ό,τι σ' ωφελεί. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Να μάθω τι; Να πάτε στην οργή! κανείς στο σπίτι δεν θα μείνη. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ο θειος μου ο Μεγακλής εμένα δεν μ' αφίνει να μείνω δίχως άλογο. Μέσα λοιπόν πηγαίνω, κ' όσο για σε, ούτε λεφτό δεν δίνω τσακισμένο.