Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Και πώς πάλι παραμόνευα στο τραπέζι, ή στη βραδινή μας συνάθροιση κάτω από το φως της λάμπας, εκείνη τη βιασμένη, την αφαιρεμένη έκφραση στο πρόσωπο της γυναικός μου, που ερχότανε σα σύννεφο και μας έκανε όλους βουβούς. Είτανε τότε σα να έφευγε η ψυχή της από μας και μας άφηνε μόνους.
Από τη βραδινή ακόμα που απέθανε ο Ζήνωνας μαζεύτηκαν οι συγκλητικοί κ' οι άλλοι αρχόντοι μες στο παλάτι να εκλέξουνε διάδοχο, ο λαός στο ιπποδρόμιο νακούση και να πη τη γνώμη του, κι ο στρατός στη μέση παραταγμένος να τους προσέχη. Στο ιπποδρόμιο ως τόσο γινότανε μεγάλη οχλοβοή, κ' έστειλαν οι Συγκλητικοί την Αριάδνη να πάη να τους καθησυχάση.
Όλοι φρενιασμένοι τρέχανε, όλοι ολόρθοι κοιμούνταν, με τις υποψίες, με τα παραμονέματα, με τις τουφεκιές. Σαν έφτασε λοιπόν ο Επίτροπος με τα γράμματα, και κλείστηκαν και τα είπανε με τον Εφημέριο μια βραδινή, και τονε ρώταγε ο Επίτροπος τόνα και τάλλο, έτυχε να ρωτήξη κι ανίσως κανένας Χριστιανός ή Χριστιανοπούλα βρίσκεται με τους Τούρκους.
Τα παράθυρα της τραπεζαρίας είναι ανοιχτά, η μυρουδιά από τις πασκαλιές χυμά μέσα με τη βραδινή αύρα, ο ήλιος γέρνει να βασιλέψη και στον τοίχο απάνω από το πιάνο τρέμουν οι αχτίδες του. Στο πιάνο είναι καθισμένη η μητέρα ντυμένη λευκό καλοκαιρινό φόρεμα, γύρω στέκουν οι άλλοι και στη μέση τραγουδά ο μικρός Σβεν.
Η κερά Φωτάκαινα με το ράψιμό της, ο Κυρ Φωτάκης με μιαν εικόνα που πολεμούσε να την αποτελειώση κι ας είτανε νύχτα — ζούσανε δε ζούσανε μήτε τόξερα μήτε ήθελα να το ξέρω. Άλλες φορές ακούγουνταν κάποτες η λαλιά της μικρής, μα τη βραδινή εκείνη μήτε η μικρή δεν ακούγουνταν. Και γιατί θαρρείς τάχα πως δεν ακούγουνταν; Είταν αποπίσω μου αυτή, μέσα στην απάνω την κάμαρα κ' έπλεκε.
Άγιος είνε, καημένη, και κολαζόμαστε τη βραδινή που μιλούσε της Αρετούλας. Θυμάσαι; Περμ. Και δε θυμάμαι; Και δεν το συλλογίστηκα χίλιες φορές, να μην τους καταράστηκε τότες, σαν άγιος που είνε; Πιπ. Από πού κι ως πού να καταραστή, αθεόφοβη, που είταν ο πρώτος να πάη στης κερά Δέσπως σα συχωρέθηκε ο Σαράντης!
Και μα την αλήθεια δεν το παραξενεύουμαι, μια και γυρέψαμε να τα πούμε όλα σε μια βραδινή. Το χάσαμε και κείνο, Μυλόρδε, ειδεμή δε θα μας έβρισκες ολομόναχους τώρα. Έξη παιδιά, και τώρα στα γερατειά μας κανένα! — Εκείνο μας το πήρε ο Θεός σαν τα πρώτα, και δε μας πέφτει λόγος στο θέλημα, του Θεού, λέει τώρα η Προεστίνα. Μα η Καλλίτσα μου, η Καλλίτσα!
Μ' όλη τους τη χολόσκαση που είχαν ανήμερα κιόλας θαμμένο το Χασάνη, τόσο τη χάρηκαν την πλερωμή αυτή της ζημιάς τους, που σκαρώσανε σωστό πανηγύρι τη βραδινή εκείνη στα δαδοφωτισμένα λημέρια τους. Ακούγουνταν οι ταρμπούκες και τα τραγούδια ως την κάτω την ενοριά, την ώρα που κάμανε γύρο κ' έβαλαν καταμεσής τη μαζώχτρα του Χουσεήνη, τη λυγερή την Ασήμω, και χόρεψε.
Όμορφη βραδινή, και το φεγγάρι μισόγεμο. — Αμέ, και γιατί όχι; αποκρίνεται ο Πανάγος με το στοχαζούμενό του χαμόγελο, και καμώνοντας πως ξύνει το κεφάλι του κατά το δεξί του αυτί, έτσι από λεβεντιά. Από του Πανάγου τα δένδρα ίσια σπίτι του ο Μιχάλης. Έμπαινε σα φταιξιάρης, δέκα ώρες απάνω κάτω. Λέει της Βασιλικής — Βασίλω, απόψε πάω στους λαγούς με τον Πανάγο μαζί. Του είπα νάρθη εδώ στις έντεκα.
Και στερνά στερνά η βραδινή, η τρομερή η βραδινή κάτω στο καπελιό, όλο το χωριό να τους κοιτάζη και να μουρμουρίζη, και κεινού να πέφτη το πρόσωπό του από ντροπή, κ' ύστερα να ξανανεβαίνουνε στης Μιχάλαινας και να ξαναρχίζουν το γλέντι αντίς να μοιρολογάνε, που πάει και πάει η τιμή τους. . .Αχ! ξεφωνίζει μια, απάνω στο φριχτό αυτό στοχασμό, και συνεφέρνει με το βουητό του αναστεναγμού του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν