United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ολοένα και περσότερο γινότανε χαρούμενος και προχώρεσε παρέκει ως το λιβάδι κάτω, όπου είναι το μικρό εξοχικό βασιλικό παλάτι, κι όταν βγήκε όξω στο δρόμο άρχισε να τρέχη. Έτρεξε, έτρεξε κι όταν έφτασε στην ψηλή πόρτα με τα κάγκελα, είδε πως είτανε πάλι κοντά στο σπίτι.

Εγώ όλα τα πιστεύω πια, μια και πίστεψα στον εαυτό μου. Και αυτό το χρωστάω στο Βενιζέλο. Του χρωστάω λοιπόν Τιμή και όχι Ανάθεμα». Το άρθρο μου αυτό, το κάπως προφητικό, που δε μου το υπαγόρεψε ούτε πολιτικός νους, ούτε διπλωματική γνώση και πείρα, μα απλούστατα μια πίστη σε ό,τι γινότανε τότε, το επιδοκίμασε ο Ίδας και με συνεχάρηκε γι' αυτό.

Εννοείται πως η μαμά αγαπούσε την αρρεβωνιαστικιά του Σβεν τουλάχιστο όσο κι αυτός κι όταν ερχότανε κ' ήθελε να πάρη το Σβεν κι ο Σβεν δεν ήθελε ναφήση τη Μάρθα, τότε η μαμά έπαιρνε και τους δυο αρρεβωνιασμένους από το χέρι κ' έπαιζε μαζί τους και γινότανε η εμπιστεμένη τους.

Αυτό όμως δε γινότανε συχνά κι αν έστριβα λιγάκι μόνο το κεφάλι, έβλεπα αμέσως τα γαλανά μάτια του να ζητούν ανυπόμονα τα δικά μου. Και τότε είμουνα χαμένος. — Τι θέλεις, Σβεν; έλεγα. Και νόμιζα πως έπρεπε να φανώ αυστηρός, ήξερα όμως πως δεν το μπορούσα. Τότε μου έδειχνε ένα άνθος ή ένα πετραδάκι ή κατιτίς άλλο σπάνιο πράμα. Και παράδινα τα όπλα.

Πώς! Είσαστε σεις εκείνη η μικρούλα πριγκηπέσσα, που την ανάθρεψα ως την ηλικία των έξη χρονών και που φαινόταν από τότε, πως θα γινότανε τόσο ωραία, όσο είστε σεις; — Είμαι η ίδια! Η μητέρα μου τετρακόσια βήματα από δω, είναι κομματάκια κάτου από ένα σωρό πτώματα. Του διηγήθηκα, τι μας συνέβη.

Μα είχε ένα παράξενο κουσούρι Δεν έδινε μια πεντάρα για τον άλλον άνθρωπο, ούτε τον έπαιρνε ποτέ στο στόμα του, όσο ήτανε ζωντανός. Ούτε καλό, ούτε κακό είπε ποτέ του για κανέναν. Ό,τι και να γινότανε στο νησί, ότι και νάκανε άντρας ή γυναίκα, ήτανε καλά καμωμένο. «Τι να σου κάνη ο άνθρωπος; Έτσι ήτανε...» κ' έκοβε την κουβέντα.

Ο δερβίσης μόλις τάκουσε αυτά τους έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Ενώ γινότανε αυτή η συνομιλία, διαδόθηκε η είδηση, πως μόλις προ ολίγου είχανε στραγγαλίσει στην Πόλη δυο βεζύρηδες, και το μουφτή και πως είχανε παλουκώσει πολλούς φίλους των. Αύτη η καταστροφή έκανε μεγάλο θόρυβο για κάμποσες ώρες.

Ο άσχημος άνθρωπος δεν μπόρεσε να βαστάξη στη φλόγα της αγάπης. Τον έκαιγε μέρα και νύκτα. Και όσο περνούσανε μέρες, από την πίκρα και τον καϋμό του γινότανε ολοένα ασχημότερος. Οι διαβάτες δεν τον κυττάζανε πια. Γυρίζανε το κεφάλι τους με τρομάρα. Τα σκυλιά τον γαυγίζανε από μακρυά.

Δεν άφινε καμμιά κουβέντα, κανένα μαντάτο, κανένα «λακριντί», που να μην τ' αποσώση. Μ' αυτά, και με τη ρόκα της, περνούσε την ώρα της, κ' έκανε να περάσουν και των άλλων γυναικών η ώρες. Αλλοιώς, τι θα γινότανε, 'ς αυτόν τον παληόκοσμο; Παραπονεμένη, πολύπαθη γυναίκα! Ο σχωρεμένος, ο άντρας της, πέθανε, ο αδιαφόρετος, και της άφησε τρία παιδιά.

Πώς μπορούμε μεις ν' αλλάξουμε τα θελήματά Του. — Σωστά ... — Να ξέρης, μωρέ γυναίκα, που ο Θεός βλέπει μακρύτερ' από μας· είπε ο γέρος αφίνοντας κάτω το πελέκι του. Άφηκε τόπο εύκαιρο για την Ελπίδα. Αν είχαμε κ' εμείς παιδιά, τι θα γινότανε το βρέφος. Αί ; όχι, σου λέει, πολλά. Ένα και καλό.