United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δίχως άλλο να φροντίζη Και να πολυπραγμονάη, Στα ποντίκια του γυρίζει, Τον καθρέφτη απαρατάει· Πια μου, λέγει, χρεία εμένα, Τέτια κι' άλλα να γυρεύω; Δίχως διάφορο κανένα Το μιαλό μου να παιδεύω ; Ό,τι ο νους να νοήση, Σα μου λείπει κάθε πρόπος, Δεν μπορεί να μ' ωφελήση, Και χαμένος είναι ο κόπος. Σε τρανταφυλλιάς κλωνάρι Ελαλούσε έν' Αηδωνάκι, Ερωτιάρικο πουλάκι, Με φωνή πολλή και χάρι.

Κατάλαβε ότι τον έδιωχνε και βγήκε στην αυλή, κοίταξε όμως μήπως μπορούσε να μιλήσει και με την ντόνα Νοέμι. Να την που βγήκε στο μπαλκόνι να μαζέψει την κουβέρτα. Χαμένος κόπος να την παρακαλέσει να κατέβει, έπρεπε ν’ ανέβει εκείνος. «Ντόνα Νοέμι, μου επιτρέπετε μια ερώτηση; Είστε ευχαριστημένη

Μπορούσε να ελπίζη πως ο σύζυγός της θα την έβλεπε με την αληθινή της όψη; θα την εδέχετο χωρίς καμμιά προκατάληψη; και θα επιθυμούσε να διαβάση εκείνος στην ψυχή της; Και όμως, πάλι, μπορούσε να προσποιηθή μπροστά στον άντρα της, εμπρός τον οποίον πάντοτε σαν κρύσταλλο ήτανε ανοικτή και ελεύθερη και εις στον οποίον ποτέ δεν έκρυψε κανένα αίσθημά της, ούτε μπορούσε ν' αποκρύψη; Και το ένα και το άλλο της έδινε φροντίδες και την έβαζε σε στενοχώρια· και πάντοτε γύριζαν η σκέψεις της πάλι προς τον Βέρθερο, ο οποίος ήτανε γι' αυτήν χαμένος, τον οποίον, δεν μπορούσε ν' αφήση στον εαυτό του και εις τον οποίον, αν την έχανε, δεν έμενε τίποτε πια.

Και αίφνης αι τρίχες του ανεσηκώθησαν. Εις το άνοιγμα της θύρας εφάνη ο Ούρσος, φέρων επί του ώμου του το αδρανές σώμα του Κρότωνος· έπειτα αφού παρατήρησε προς όλα τα μέρη, έτρεξε προς τον ποταμόν. Ο Χίλων εκόλλησεν εις τον τοίχον ως πηλός. «Εάν με ίδη, είμαι χαμένος», διενοήθη. Αλλ' ο Ούρσος επροσπέρασε και έγεινεν άφαντος όπισθεν της παρακειμένης οικίας.

Η εικόνα η ίδια που είχα εδώ χαρεί τόσες φορές στη ρίζα σου γερμένος· μονάχα εσύ κι ο ίσκιος σου χαμένος, άλλο δεν έχει ολόγυρα αλλαχτεί. Κι εμπρός σε τόσην ομορφιά, βαθιά μου σαλεύει κάτι τόσο θλιβερό: έτσι μια μέρα σα χαθώ κι εγώ, τίποτε δε θ' αλλάξη ολόγυρά μου.

Το βλέπω πάλε το γράψιμό του, που φτάνει να το διώ κι ανατριχιάζω. Μου γράφει εμένα. Πως αγαπά τάχα! — την Ελένη. Πως είναι σα χαμένος, και γιατί δε θέλουμε νάρχεται πια σπίτι; Πως τρελλαίνεται και δεν τολμά να μιλήση, μα πως τώρα έκαμε πια απόφαση, τα ξέτασε, τα ζύγιασε, τάβαλε όλα σε τάξη.

Αυτός ο αιφνίδιος μισευμός τους εβεβαίωσε τον Κατή πως αδίκως με εφυλάκωσε, και ευθύς έδωσε θέλημα και με ηλευθέρωσαν από την φυλακήν. Και ιδού ποίον εστάθη το τέλος της συντροφιάς μου, πού είχα κάμει με εκείνους τους κακούς τζοβαϊρτζήδες. Ελευθερωμένος από την θάλασσαν και από την φυλακήν, έκανε χρεία να λογισθώ ωσάν ένας άνθρωπος χαμένος, χωρίς άσπρα, χωρίς φίλους, και χωρίς εμπιστοσύνην.

Δίχως άλλο να φροντίζη, Και να πολυπραγμονάη, Στα ποντίκια του γυρίζει, Τον καθρέφτη απαρατάει· Πια μου, λέγει, χρεία εμένα, 345 Τέτια κι' άλλα να γυρεύω; Δίχως διάφορο κανένα Το μιαλό μου να πεδεύω; Ό,τι ο νους μου να νοήση, Σα μου λείπει κάθε τρόπος, 350 Δεν μπορεί να μ' ωφελήση, Και χαμένος είναι ο κόπος. Μ Υ θ Ο Σ Ε. Α η δ ώ ν ι και Γ ε ρ ά κ ι.

Αυτό όμως δε γινότανε συχνά κι αν έστριβα λιγάκι μόνο το κεφάλι, έβλεπα αμέσως τα γαλανά μάτια του να ζητούν ανυπόμονα τα δικά μου. Και τότε είμουνα χαμένος. — Τι θέλεις, Σβεν; έλεγα. Και νόμιζα πως έπρεπε να φανώ αυστηρός, ήξερα όμως πως δεν το μπορούσα. Τότε μου έδειχνε ένα άνθος ή ένα πετραδάκι ή κατιτίς άλλο σπάνιο πράμα. Και παράδινα τα όπλα.

Σήμερα καθόμουνα στο μέρος, όπου προχθές κατεβήκατε από την άμαξα. — Αυτή εμίλησε για κάτι άλλογια να μη μιλήσω περισσότερο γι' αυτό πράμα. Αγαπημένε μου ; Είμαι χαμένος! Μπορεί να με κάμη ό,τι θέλει. 12 Δεκεμβρίου. «Αγαπητέ Γουλιέλμε, είμαι σε μια κατάσταση, που θα ήτανε και εκείνοι οι δυστυχείς για τους οποίους πιστεύουν πως εκυριεύθηκαν από το δαίμονα.