United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφθηνά την γλυτώσαμε, διενοήθη ο Σκούντας. Ιδού εξύπνησαν αι καλογραίαι. Και εξελθών αυτός διά της θυρίδος, έδωκε την χείρα εις την Αϊμάν, και εβοήθησεν αυτήν να διέλθη. Ήρχισαν δε την πορείαν των εν μέσω των αγρών και των δρυμώνων, εν τω σκότει της νυκτός.

Επειδή δε διά να ίδη είχε προ παντός ανάγκην φωτός, διότι ο άγνωστος ήρχετο και απήρχετο εν βαθυτάτω σκότει, διενοήθη να σώση ένα των λύχνων του κοιτώνος της από της μυστηριώδους και ανεξηγήτου πνοής, ήτις τους έσβυνε μικρόν προ της αφίξεως του αγνώστου εραστού, και πρόσφορον προς τούτο έκρινε να μετατοπίση και κρύψη ένα εξ αυτών όπισθεν βαρείας και πυκνής αυλαίας· τούτο έκαμε, και αληθώς το φως της λυχνίας διέφυγε τον μοιραίον του θάνατον και επέζησε, διαλαθόν ου μόνον τον απόκρυφον φωτοσβέστην, αλλά και αυτού του Έρωτος τον οφθαλμόν, όστις καθιπτάμενος κατάκοπος εις της Ψυχής του τας αγκάλας, κατεκλίθη παρ' αυτήν ανύποπτος πάντοτε και αμέριμνος.

Ο Φωκίων βέβαια ελησμόνησεν εντελώς το παλαιόν του αίσθημα, ως ελησμόνησεν αυτό και η Αρσινόη. — Και τόσω το καλλίτερον, διενοήθη εν τέλει η νέα γυνή. Η μεταξύ των τριών προσώπων σχέσις έλαβε τον χαρακτήρα οικειότητος, χωρίς η προς την Αρσινόην ευλάβεια του Φωκίωνος ν' αλλοιωθή το παράπαν. Συχνά συνέτρωγον ή συνδιεσκέδαζον εις την πόλιν και τα περίχωρα.

Παράξενος μουστερής! διενοήθη ο Γύφτος. — Εγώ θα είμαι εδώ σιμά, είπεν ο ξένος, και θα έρχωμαι να βλέπω πώς πάγει η εργασία. Πειράζει τούτο; — Όχι. — Και εν τω μεταξύ θα γνωρισθώμεν καλλίτερα. — Πιστεύω. Αφού είσαι τόσον καλοπληρωτής. — Έχω συνήθειαν να πληρόνω καλά, είπεν ο ξένος. Φρονώ ότι η εργασία πρέπει ν' ανταμείβηται.

Η περίστασις αύτη επροξένησεν άλλην πάλιν εντύπωσιν εις τον Πλήθωνα. Η κόρη αύτη, διενοήθη ο φιλόσοφος, θέτει το ζήτημα της βιωτικής αυτής ευτυχίας εν δευτέρα μοίρα, μετά την επιθυμίαν όπως μάθη την καταγωγήν της.

Ο Βινίκιος ήρχισε να τον εξετάζη διά του βλέμματος, με είδος τι δυσειδαίμονος φόβου, ομοίου σχεδόν με εκείνον, τον οποίον ειχεν αισθανθή εις το όνειρόν του. Ηκροάσθη τι έλεγεν ο Πέτρος. Ο απόστολος επρόφερε το όνομα του Χριστού. Μόνον με αυτό το όνομα ζη, διενοήθη ο Βινίκιος. Ο γέρων διηγείτο την σύλληψιν του διδασκάλου.

Τρίτον η Αϊμά παραβάλλεται με Νεράιδα, «μίαν των ωραίων, πονηρών και τρομερών εκείνων νυμφών, δι' ων η φαντασία του ελληνικού λαού οικίζει μέχρι της σήμερον πάντα τα σπήλαια και τους δρυμώνας». Όσον λαμπρά και αν φαίνεται η παραβολή αύτη, κατ' εμέ, είνε άκαιρος και απροσφυής. Είπομεν ότι η Αϊμά διενοήθη να υποκλέψη τας ομολογίας του Πλήθωνος και ακολούθως να φύγη.

Έπειτα έφθασαν άλλοι μαθηταί και εθρήνησαν, άλλοτε μεν όλοι ομού, όπως ο Θεός των ουρανίων στρατιών τους ακούση ευκολώτερον, άλλοτε δε οι μεν μετά τους δε. Η ανάμνησις των φρικαλέων εκείνων στιγμών απέσπα ακόμη δάκρυα από τους οφθαλμούς του γέροντος. Ο Βινίκιος διενοήθη: «Ο άνθρωπος ούτος λέγει την αλήθειαν

Η Βεάτη μόλις επρόφθασε να κρυφθή όπισθεν της θύρας, δι' ης είχεν εισέλθει, και είχεν αφήσει αυτήν ανοικτήν. Διενοήθη ότι πρέπει να ήτο η ηγουμένη αυτή ήτις ήρχετο. — Ποίος ήνοιξε αυτήν την πόρτα; ηκούσθη μορμυρίζουσα φωνή τις. Εγώ την άφησα ανοικτή; Παναγία μου! Μη χειρότερα! Μη ήρθεν ο βρυκόλακας; Η Βεάτη ανεγνώρισε την γυναίκα ταύτην. Δεν ήτο η ηγουμένη.

Του εφάνη ότι μεταξύ των χριστιανών η Λίγεια ήτο είδος Συβίλλης ή ιερείας, εις την οποίαν υπακούουν και την οποίαν σέβονται. Όταν μετ' ολίγον εκείνη του έφερε νερό, ούτος ηθέλησε να της λάβη την χείρα, αλλά δεν ετόλμησε . . . Δεν ετόλμησεν αυτός ο Βινίκιος, όστιν εις τα ανάκτορα του Νέρωνος την είχε φιλήσει διά της βίας, αυτός, όστις διενοήθη άλλοτε να διατάξη να την μαστιγώσουν.