United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενόμισεν, ότι είχε γείνει διά μιας νεώτερος, ότι αι κνήμαι του ήσαν ευσταλέστεραι και το βήμα του κουφότερον, και έβαινεν ανατείνων την κεφαλήν και υποτονθορύζων το δημοτικόν άσμα της απόκρεω: Κ α τ η γ ο ρ ο ύ ν τ η γ ά τ α μ α ς, αμέριμνος, σχεδόν υπόπτερος. Μετ' ολίγας στιγμάς είχεν εντελώς λησμονήσει ότι κατηυθύνετο εις την αγοράν.

Αφού ετελείωσε το γεύμα, παρεδόθη εις τας χείρας των κομωτών και των πτυχητριών, και μετά μίαν ώραν, ωραίος ως Θεός, μετεφέρετο εις το Παλατίνον. Οι φίλοι της χθες, αν και εξεπλάγησαν, διότι τον έβλεπον προσκεκλημένον, παρεμέρισαν, και εκείνος επροχώρησεν εν μέσω αυτών υπερηφάνως και αμέριμνος.

Τι έγεινεν ο μυστηριώδης εκείνος ξένος, ο έχων τόσον θερμήν την αγκάλην, τόσον μεταξίνην την κόμην, και τόσον γλυκύ το φίλημα; πώς ανελήφθη εγγύθεν της, χωρίς αυτή να το εννοήση; διατί δεν ανέμεινε πλησίον της το φως της πρωίας; Αυτά ηρώτα τώρα καθ' εαυτήν η νεάνις, αναπολούσα το πρόσφατον παρελθόν, αλλ' ουχί και αμέριμνος περί του προσεχούς μέλλοντος.

Δεν αγροίκησες τον άνθρωπον οπού εμβήκε τώρα εδώ μέσα; — Άνθρωπος εμβήκε; Τι λέγεις; — Άνθρωπος, ναι. Κ' εγώ εφοβήθην άμα τον είδα. Έμεινε μισήν ώραν, και έφυγεν. Αυτός μας εκλείδωσεν απ' έξω. — Ω Σατανά! είπεν η νέα, και η οργή εκόχλαζεν εις τα στήθη της. — Φώναζε όσον θέλεις, είπεν αμέριμνος ο Πρωτόγυφτος. Εγώ θα πέσω να κοιμηθώ. Δεν έφεξε ακόμα καλά.

Όστις όμως φανή αμέριμνος διά τα τέκνα του και περιφρονήση τον νομοθέτην αυτού του νόμου, και όσα δεν απεθήκευσε ούτε ο ίδιος ούτε κανείς από τους πατέρας των πατέρων του τα σηκώση χωρίς να καταπείση τον αποθέσαντα, και ούτω πως καταστρέφει ωραιότατον νόμον και απλούστατον και διόλου αγενούς ανδρός νομοθεσίαν, ο οποίος είπε· «ό,τι δεν κατέθεσες μη το σηκώνεις», και περιφρονήση αυτούς τους δύο νομοθέτας και σηκώση πράγμα που δεν απεθήκευσε αυτός, όχι κανέν μικρόν αλλά κάποτε υπερβολικόν πλήθος θησαυρού, αυτός τι πρέπει να πάθη; Και λοιπόν τι θα πάθη μεν από τους θεούς, ο θεός το ηξεύρει.

Παρέρχεσθε αργά, βραδυπατών, ελευθέρως αναπνέων. Είσθε αμέριμνος, συλλογίζεσθε τις οίδε τι ωραία πράγματα, αναπάλλετε ησύχως το ραβδίον σας, και ροφάτε ηδονικώς τον καπνόν του σιγάρου σας, ότε αίφνης . . .

Τελειόνει τας διαταγάς του ο πλοίαρχος και τρίβων τας χείρας του βηματίζει επί της πρύμνης· αμέριμνος πλέον ως εργάτης σχολάσας από την εργασίαν του. Σχοινία και ιστία, τα πολύπλοκα άρμενα όλα αναμίξ επί του καταστρώματος και άλλα επί των ιστών. Οι ναύται ερπύζοντες ανέρχονται επί των κεραιών και περιμαζεύουσι περιδένοντες πάντα εν τάξει.

Είχε μικρόν φορτίον από στάμναις και κανάτια, και ημίσειαν δωδεκάδα βαρέλια εντοπίων μικρών αφύων. Ο μπάρμπ’-Αλέξης ήτον αμέριμνος, ως πάντοτε, κ' εκάθητο εις την πρύμνην, κυβερνών το σκάφος και ιθύνων το ιστίον. Δεν ήτο ανάγκη τώρα να κάμη την τέχνην την οποίαν εσυνήθιζεν άλλοτε.

* Ο ευτυχής και αμέριμνος βίος, ον περί το 1820 διήγον οι Χίοι, αποτελεί δραματικήν αντίθεσιν προς τας επικειμένας συμφοράς.