United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι έξ ερέται είχον αφήσει τας κώπας, και η σκαμπαβία έβαινεν ακόμη με την «κεκτημένην ταχύτητα». Ο κυρ-Μοναχάκης εφώναζεν εν τούτοις, φειδομένος του χρόνου τον οποίον έχαναν·Σία, παιδιά, σία. Γυρίστε κατά 'κεί!... όρτσα σκαμπαβία! Αλλ' ουδείς προσείχεν εις αυτόν. Συμβούλιον είχε στηθή εν μέσω του πελάγους.

Η καταδίωξις εκ μέρους της Ιεράς Εξετάσεως έβαινεν επιταχυνομένη, πεισμωθείσα διά την διπλήν αποτυχίαν. Το έβλεπα ότι δεν ηδυνάμην να παίξω με τον Βασιλέα της Φρίκης. Η φυλακή μου ήτο τετράγωνος. Αίφνης είδα ότι δύο από τας σιδηράς γωνίας έγειναν οξείαι, ενώ αι δύο άλλαι αμβλείαι. Η τρομερά μεταμόρφωσις ηύξανε ταχέως με ένα υπόκωφον ψίθυρον, με ένα μόλις ακουόμενον τριγμόν.

Ενόμισεν, ότι είχε γείνει διά μιας νεώτερος, ότι αι κνήμαι του ήσαν ευσταλέστεραι και το βήμα του κουφότερον, και έβαινεν ανατείνων την κεφαλήν και υποτονθορύζων το δημοτικόν άσμα της απόκρεω: Κ α τ η γ ο ρ ο ύ ν τ η γ ά τ α μ α ς, αμέριμνος, σχεδόν υπόπτερος. Μετ' ολίγας στιγμάς είχεν εντελώς λησμονήσει ότι κατηυθύνετο εις την αγοράν.

Ο Άμασις δεν ηγνόει την μεγάλην ευτυχίαν του Πολυκράτους και ανησύχως έβλεπεν αυτήν· και επειδή αύτη έβαινεν αδιακόπως αυξάνουσα, έγραψεν επιστολήν και διεβίβασε τα ακόλουθα εις την Σάμον. «Ο Άμασις προς τον Πολυκράτη λέγει τα εξής. Είναι ευχάριστον να μανθάνη τις ότι ο φίλος και σύμμαχός του ευτυχεί· η μεγάλη όμως ευτυχία σου δεν μοι αρέσκει, διότι ηξεύρω ότι το θείον είναι φθονερόν.

Και όταν το ένα από τα ημίση απέθνησκε, το απομένον εζήτει και συνεπλέκετο με άλλο, είτε ήμισυ ολοκλήρου πριν γυναικός ετύχαινε να είνε, εκείνο δηλαδή που ονομάζομεν σήμερον γυναίκα, είτε ανδρός. Και έτσι το ανθρώπινον γένος έβαινεν εις αφανισμόν.

Αλλά μετά μικρόν αναθαρρήσασα, ακλόνητος εις την απόφασίν της, ητένισε μετά πειστικότητος τον άνδρα της: — Δίνω μια και του ζουπάω το κεφάλι· απήντησε. Και θέσασα εμπρός τα γαλιά, εξήλθε του χωρίου. Η Σμάλτω έβαινεν ήδη θαρραλέα προς τον σκοπόν της, ανυπόμονος να φθάση εις τον τόπον όπου ήλπιζε να συναντήση τον βοσκόν, πολλάκις προτρέχουσα των γαλίων, ως να ωθείτο υπό αναποδράστου ανάγκης.

Εισελθών όμως ήδη εις την ελαιόφυτον πεδιάδα έχασε τον δρόμον συγχύσας τας χιονοσκεπείς ρίζας των ελαιών, και έβαινεν αγνοών, μετά προσοχής όμως πάντοτε βυθίζων τα βήματά του, αφού πρότερον εδοκίμαζε το έδαφος διά του ξυλίνου κονταρίου.

Ο Γιάννης της Στάμαινας δεν εφοβείτο ούτε τα στοιχειά ούτε τους βρυκόλακας. Έφερεν επ' ώμου την καραβίναν του, την οποίαν είχε λάβει αφ' εσπέρας από την δημαρχίαν. Το μέρος, όπου έβαινεν, αντίκρυζε το νεκροταφείον της κωμοπόλεως. Ήτο την νύκτα της τετάρτης, περί τα τέλη Ιανουαρίου, πέντε ημέρας μετά την ταφήν του μικρού Στέλιου.

Επειδή δε και μετά την καταστροφήν πολλών καματερών, πάλιν αι συκομορέαι της νήσου δεν επήρκουν εις την διατροφήν των απομεινάντων, — τόσων λαμπρώς έβαινεν εφέτος η ανάπτυξις του μεταξοσκώληκοςπολλαί γυναίκες παραλαβούσαι και τους συζύγους των ή άλλους συγγενείς των, μετέβησαν εις την εγγύς κωμόπολιν Γλώσσαν, επί άλλης γειτονικής νήσου, όπου έμαθον ότι υπάρχουν φύλλα άφθονα άνευ καματερών.

»Ταύτα ειπούσα, προέβη ενώπιον των οφθαλμών μου, όλη δι' ενός κινήματος, χωρίς να φαίνεται κινούσα τους πόδας, μηδέ πατούσα επί του εδάφους. Τότε εθάρρησα να τη είπω·Πού βαίνεις, ω θεά; — Εις τον οίκον μου, απήντησεν εκείνη. »Και το μεν πρώτον υπέλαβον ότι έβαινεν εις τον Όλυμπον. Αλλ' ευθύς ύστερον ενόησα ότι οίκον αυτής ενόει την Ακρόπολιν και τον Παρθενώνα.