United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως αισθάνεται όλους τους πόνους, όλας τας αγωνίας του τοκετού· βάλλει εν γνώσει το σπαραξικάρδιον εκείνο μπεεε! περιστρέφει ανησύχως, ικετευτικώς το βλέμμα της, αναζητούσα ματαίως άλλο βλέμμα, από του οποίου ν' αρυσθή το θάρρος και την αφοσίωσιν! Ούτως εσκέπτετο η Γαλανή· ηγάπα τας κατσίκας της ως τον εαυτόν της, ως θα ηγάπα τα παιδιά της αν είχε. Και διά τούτο περί όλων είχε φροντίσει.

Περιέστρεφεν ανησύχως το βλέμμα εδώ κ' εκεί, ως ο διερχόμενος δύσφημόν τινα θέσιν, συχναζομένην υπό δαιμόνων και φαντασμάτων· τα φρίσσοντα φύλλα των δένδρων, το γαύγισμα του σκύλου, ο βραχνός κρωγμός της κουκουβάγιας, το μονότονον τραγούδι του σάρακος, κάθε τι, διήγειρεν εις την ψυχήν του φόβον και απελπισίαν.

Πρέπει δ' αληθώς μεγάλα πράγματα να είχον συμβή εις τον πτωχόν Δημήτρην, διότι και το πρόσωπόν του ήτο ηλλοιωμένον, και οι οφθαλμοί του είχον λάμψιν ασυνήθη, και της φωνής αυτού η κλαγγή ήτο τρομώδης και παρηλλαγμένη. — Καλέ τι έπαθες; ηρώτησεν εγειρομένη και πλησιάζουσα ανησύχως η κυρά Δημήτραινα. Συ δεν είσαι ο ίδιος. — Τώρα κ' άλλη μια φορά ο ίδιος! Κύτταξε εδώ!

Μετά δύο ημέρας ο κύριος Μαρής και η κυρία Μαρή έπινον μετά το πρόγευμα τον καφέν των εν τη αιθούση, όπου ήδη τους απηντήσαμεν. — Το είδες λοιπόν, Ερμιόνη, ότι οι γείτονές μας ησύχασαν; Ούτε χοροί πλέον, ούτε τραγούδια, ούτε μουσική, ούτε τίποτε . . . Πού και πού μόνον καμμία λογομαχία . . . — Μα πώς αυτό, Αγησίλαε; τι συνέβη; μήπως τους έκαμες τίποτε; ηρώτησεν ανησύχως η κυρία Μαρή.

Η Ιωάννα συνεσφίγγετο τρέμουσα εις τα στήθη του συντρόφου της, και αυτός δε ο όνος έτεινεν ανησύχως τα ώτα, προχωρών μετά περισκέψεως και δειλίας ως στρατιώτης του Πάπα εις το πυρ των μαχών.

Προσέβλεψε τον Χίλωνα, όστις, εξετάζων αυτόν διά του βλέμματος, είχε περάσει την χείρα υπό τα ράκη του και εξύετο ανησύχως. Ησθάνθη ακατανίκητον αηδίαν και την επιθυμίαν να καταπατήση τον πάλαι συνένοχόν του, όπως καταπατεί τις όφιν φαρμακερόν.

Τα χείλη του ήσαν πελιδνά, οι οφθαλμοί του σβεσμένοι, αι κινήσεις αυτού ως κινήσεις πτώματος υπό την επήρειαν μυστικού τινος γαλβανισμού διατελούντος. Οι δε συνεχείς παλμοί της αμυδράς του λυχναρίου μου λάμψεως ανησύχως κυμαινόμενοι επ' αυτού, καθίστων την εμφάνισίν του ριγηλώς φρικαλέαν, ως εμφάνισιν νεκρικού τινος φάσματος! Δεν ηξεύρω πώς ηδυνήθην να τηρήσω την παρουσίαν του πνεύματός μου.

Έλα να σου πούμε για το καράβι. Πάειτη χώρα. — Ποιο καράβι; εξήλθεν αποτόμως από του ναού και φωνάζουσα ανησύχως η γραία. — Τι; Δεν το είδες; — Ποιο καράβι; Μη με γελάτε τέτοια μέρα! — Έτσι να ιδούμε καλό, είπεν έπειτα ο Κουτσογεώγης. Κάτσε να φάμε τώρα. — Ποιο καράβι; Επανελάμβανε πάλιν η γραία. — Νά, πέρασε νωρίς ένα καράβι. Εθάρρει πως είνε αυτό το χωριό.

Ο Άμασις δεν ηγνόει την μεγάλην ευτυχίαν του Πολυκράτους και ανησύχως έβλεπεν αυτήν· και επειδή αύτη έβαινεν αδιακόπως αυξάνουσα, έγραψεν επιστολήν και διεβίβασε τα ακόλουθα εις την Σάμον. «Ο Άμασις προς τον Πολυκράτη λέγει τα εξής. Είναι ευχάριστον να μανθάνη τις ότι ο φίλος και σύμμαχός του ευτυχεί· η μεγάλη όμως ευτυχία σου δεν μοι αρέσκει, διότι ηξεύρω ότι το θείον είναι φθονερόν.