United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά συ, ο οποίος είσαι δυνατός και εις τους δύο τρόπους, έπρεπε να φανής συγκαταβατικός εις εμέ, διά να γείνη συνδιάλεξις· τώρα δε, επειδή δεν θέλεις και εγώ έχω κάποιαν δουλειά, και δεν μου είναι δυνατόν να μείνω πολύν καιρόν διά να μου απευθύνης μακρολογίαςδιότι είναι ανάγκη κάπου να υπάγωαναχωρώ· αν και δεν ήκουσα ίσως με αηδίαν και αυτά τα οποία μου είπες.

Τα πρόσωπα αυτά μερικοί μυθιστοριογράφοι αποφασίζουν να τα αποφεύγουν, εφ' όσον δεν θέλουν να εκτεθούν εις δυσαρεσκείας, ή να προκαλέσουν την αηδίαν . . . Δεν συμφέρει ν' απασχοληθή τις με τα τοιαύτα πρόσωπα ειμή όταν επιβεβαιούνται και σχετίζονται με το αυστηρόν μεγαλείον του αληθούς.

Προσέβλεψε τον Χίλωνα, όστις, εξετάζων αυτόν διά του βλέμματος, είχε περάσει την χείρα υπό τα ράκη του και εξύετο ανησύχως. Ησθάνθη ακατανίκητον αηδίαν και την επιθυμίαν να καταπατήση τον πάλαι συνένοχόν του, όπως καταπατεί τις όφιν φαρμακερόν.

Όλοι οι παρόντες επεδοκίμασαν και μάλιστα ο Αρισταίνετος και ο Εύκριτος, οι οποίοι ήλπισαν ότι ούτω θα εσώζοντο από την αηδίαν των ύβρεων. Επανήλθε δε τότε ο Αρισταίνετος εις την θέσιν του, πιστεύσας ότι τα πράγματα θα ησύχαζαν.

Βέβαια· διά να έχη τόσον εγωισμόν διά τα πλεονεκτήματά του όπλου θα ειπή ότι με αυτό έτρεφεν όλας τας ελπίδας του, εις αυτό εστήριζεν όλην την ανδρείαν και την φήμην του. . . Κ' ενώ τον ήκουεν ούτω ομιλούντα ο γέρων ήρχισε να αισθάνεται αηδίαν και να τον παρομοιάζη προς κανένα τενεκέν της νεωτέρας κοινωνίαςπάντοτε της νεωτέρας, διότι εις την ιδικήν του δεν υπήρχον τενεκέδες — ο οποίος λαμβάνει γυναίκα με τ' όνομα και την περιουσίαν της οποίας να παρουσιάζεται αυτός εις τον κόσμον!. . . Κ' έλεγεν ο ενωμοτάρχης ότι με τοιούτον όπλον δεν εφοβείτο ούτε τον Θεόν.

Κατ' αρχάς ο Βινίκιος ηθέλησε να τον εκδιώξη. Αλλ' ίσως ο Έλλην εγνώριζε κάτι περί της Λιγείας, και η περιέργεια κατενίκησε την αηδίαν. — Συ είσαι, Χίλων; τι γίνεσαι και πόθεν έρχεσαι; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Δεν πάνε καλά η δουλιές μου, απήντησεν ο Χίλων· Αυθέντα, όσα μου έδωκες τα εδαπάνησα αγοράσας βιβλία.

Ο χαρακτήρ των Ιουδαίων εφαίνετο ειδεχθής εις τον Βιτέλλιον. Ο Θεός των πολύ πιθανόν να ήτο ο Μολώχ του οποίου ναούς είχε συναντήσει καθ' οδόν. Και του επανήλθον εις την μνήμην αι θυσίαι των παιδίων, με την ιστορίαν του ανθρώπου τον οποίον επάχυνον μυστικά. Η λατινική καρδία του ανεστατούτο από αηδίαν διά την μισαλλοδοξίαν των, την λύσσαν των διά τας αγίας εικόνας, τα τερατώδη των σκάνδαλα.

Ο Νέρων εστράφη προς τον Χίλωνα: — Ποίος είσαι συ; — Πιστός σου, θείε Όσιρι, και δυστυχής στωικός. — Απεχθάνομαι τους στωικούς, είπεν ο Νέρων. Η γλώσσα των και η περιφρόνησίς των προς την τέχνην μού προκαλούν αηδίαν, ως και η εκουσία αθλιότης των και η ακαθαρσία των. — Αυθέντα, είμαι στωικός εξ ανάγκης.

Μάλωσε τα παιδιά σου να μη μου χαλνούν τον κήπον. — Έχεις κήπον; — Έχω ένα μικρόν. — Και τι έχεις σπαρμένα; κρομμύδια, μαρούλια; . . . — Όχι. Βασιλικούς και άλλα διάφορα μυριστικά. — Ουφ! είπεν η χωρική, αισθανθείσα αηδίαν επί τη ματαιοπονία της νέας. Και τι σου χρησιμεύουν αυτά; — Μ' αρέσουν, είπεν η Αϊμά. — Και σου τα χαλνούν τα παιδιά μου; — Ναι, — Με ποίον τρόπον;

Ο Καίσαρ με τον σμάραγδον εις το ύψος του οφθαλμού του παρετήρει μετά προσοχής. Το πρόσωπον του Πετρωνίου εξέφραζεν αηδίαν και περιφρόνησιν. Ο Χίλων, λιπόθυμος, είχεν ήδη αποκομισθή εκείθεν, αλλά το υπόγειον εξήμει πάντοτε νέα θύματα εις την κονίστραν. Ιστάμενος όρθιος εις την τελευταίαν σειράν του αμφιθεάτρου, ο απόστολος Πέτρος εθεώρει τους αγωνιώντας.